Ένα από
τα μαθήματα που πρέπει να πάρει το Δημοκρατικό
Kόμμα από τις εκλογές στις ΗΠΑ είναι ότι ο
παράγοντας της φυλής και της φυλετικής
ταυτότητας είναι λιγότερο ή καθόλου σημαντικός
μπροστά στο αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινωνική
τάξη. Οι Δημοκρατικοί, η αριστερά γενικά,
προσπαθούν να διαιωνίσουν τις κοινοτικές
ταυτότητες, τις ταυτότητες φύλου, τις ταυτότητες
μη-φύλου, τις ταυτότητες χρώματος και καταγωγής
— δηλαδή μια σειρά τεχνητές οντότητες μέσω των
οποίων ερμηνεύουν, λανθασμένα, τον κόσμο. Αυτή
την τακτική ακολουθούσε ο Μπαράκ Ομπάμα, ο
οποίος απευθυνόταν, ως μη όφειλε, στους
«έγχρωμους αδελφούς» του: παρά την αναμφισβήτητη
αξία του, ο Ομπάμα, θεωρώντας ότι εξελέγη λόγω
της στήριξης των Αφροαμερικανών, έγινε δικός
τους πρόεδρος — με αποτέλεσμα σφοδρή αντίδραση
των λευκών και δεξιά ανάκρουση. Αλλά, εκτός του
ότι ως προς τα φυλετικά και ταξικά ζητήματα ο
χρόνος επιταχύνεται —ό,τι ίσχυε πέρυσι δεν
ισχύει φέτος—, η κοινωνική τάξη, το εισόδημα, η
φύση της εργασίας και το επίπεδο της μόρφωσης
χαρακτηρίζουν τους πολίτες απείρως περισσότερο
απ' ό,τι το φύλο ή το περιβόητο χρώμα του
δέρματος.
|
Οι
γυναίκες δεν είναι φυσικά ένα συμπαγές σώμα,
ούτε μοιράζονται τις ίδιες αξίες. Όσο για τη
«μαύρη κοινότητα», δεν είναι κοινότητα: οι
μαύροι δεν είναι όλοι φτωχοί και κατατρεγμένοι·
και σίγουρα δεν είναι όλοι αγωνιστές της
ελευθερίας. Εξάλλου, ένα μέρος των ανδρών
—μαύρων, άσπρων και εμπριμέ— δεν αποδέχεται μια
γυναίκα ως πρόεδρο· αυτή η μισογυνία είναι
ισχυρότερη από οποιαδήποτε φυλετική ταυτότητα
και αφορά επίσης τις ίδιες τις γυναίκες
ψηφοφόρους. Υπό αυτή την έννοια, οι Δημοκρατικοί
είναι απλοϊκοί και αναχρονιστικοί: είναι καιρός
να εξευρωπαϊστούν, να υιοθετήσουν ένα μοντέλο
κοινωνικής παρατήρησης κατά το οποίο καθοριστική
είναι η τάξη, όχι η φυλή. Η νίκη του Ντόναλντ
Τραμπ πρέπει να αποδοθεί σε απαίτηση φυλετικής
αχρωματοψίας και εθνικού «εργατισμού»: το αν ο
νεοεκλεγείς είναι ειλικρινής και έντιμος έναντι
αυτής της απαίτησης είναι άλλο ζήτημα. Πάντως,
καθώς εμφανιζόταν με το κόκκινο κασκέτο MAGA και
ρούχα Caterpillar αγορασμένα από το Walmart —όχι
από τους Brooks Brothers—, πολλοί μαύροι και
ισπανόφωνοι τον επέλεξαν ή απείχαν από τις
εκλογές, θεωρώντας ότι η Κάμαλα Χάρις δεν
ανταποκρινόταν στην ταξική τους θέση, στις
οικονομικές και κοινωνικές προσδοκίες τους. Η
αστυνομική βία, οι διακρίσεις ή η περιβαλλοντική
υποβάθμιση δεν αποτελούν γι’ αυτούς υπαρξιακή
προτεραιότητα. Αντιθέτως, υπαρξιακή
προτεραιότητα θεωρούν τα ζητήματα της
μετανάστευσης, της προστασίας των οικογενειακών
αξιών, της κοινωνικής συνοχής και του
οικονομικού προστατευτισμού έναντι των
εισαγόμενων προϊόντων.
Περίπου
50 εκατομμύρια άνθρωποι, το 14,2% του πληθυσμού
στις ΗΠΑ, αυτοπροσδιορίζονται ως «μαύροι».
Έχοντας γενικά χαμηλότερα εισοδήματα από τους
λευκούς, οι μαύροι ήταν οι πρώτοι που υπέφεραν
από τον πληθωρισμό, ο οποίος στα τρόφιμα έφτασε
μέχρι 20%. Η εκλογική μετάφραση είναι
προφανής: Το 2008, περίπου 96% από αυτούς
ψήφισαν Ομπάμα — όμως, επρόκειτο για την αμέσως
παλαιότερη γενιά. Η Χάρις συγκέντρωσε το 85% του
ίδιου εκλογικού σώματος, λιγότερο κι από τον Τζο
Μπάιντεν το 2022 (90%). Στο Μπρονξ και στο
Κουίνς της Νέας Υόρκης, όπου δύο στους πέντε
κατοίκους είναι μαύροι, ο Τραμπ κέρδισε με πάνω
από 10 μονάδες συγκριτικά με το 2020. Οπωσδήποτε
αυτό που ορίζουμε ως «λαϊκισμό» —π.χ. το ότι ο
Ντόναλντ Τραμπ φωτογραφήθηκε να ψήνει σε
McDonald’s— έπαιξε ρόλο στην ελκυστικότητά του
στα χαμηλότερα στρώματα ανεξαρτήτως χρώματος:
εκτός του ότι τα McDonald’s είναι το σύμβολο της
λαϊκής διατροφής, ένας στους οκτώ Αμερικανούς
έχει εργαστεί στην εν λόγω αλυσίδα. Επιπλέον,
σύμφωνα με έκθεση του 2021, ο γίγαντας του φαστ
φουντ είναι πρωτοπόρος της ποικιλομορφίας: γύρω
στο 30% των εργαζομένων της είναι «μαύροι ή
Αφροαμερικανοί».
Η Κάμαλα
Χάρις βάλθηκε να παρουσιάζεται ως «μαύρη»,
ποντάροντας στη «μαύρη ψήφο», δηλαδή σε κάτι που
στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Όσο για τους
ισπανόφωνους, ψήφισαν τον Τραμπ κατά 45% (+13
μονάδες σε σύγκριση με το 2020), διότι,
μαύρη-ξεμαύρη, η Χάρις δεν αντιστοιχούσε στα
κοινωνικά τους ήθη, τα οποία απορρέουν από τον
καθολικισμό και τις ευαγγελικές Εκκλησίες. Με
λίγα λόγια, δεν υπάρχει ούτε «ισπανόφωνη ψήφος».
Το πιο εκπληκτικό στα μάτια των Δημοκρατικών
είναι ότι δεν υπάρχει ούτε «μουσουλμανική
ψήφος»: οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι, περίπου 2
εκατομμύρια, φαίνονται επίσης αρκετά ευαίσθητοι
στη ρητορική του Τραμπ, μολονότι το 2017
υπέγραψε διάταγμα που απαγόρευε την είσοδο στις
Ηνωμένες Πολιτείες σε υπηκόους επτά
μουσουλμανικών χωρών. Αντιθέτως, σε συγκέντρωση
στις 26 Οκτωβρίου, η Χάρις ανέβασε στη σκηνή
έναν ιμάμη από το Μίσιγκαν, τον Belal Alzuhairi
— σίγουρα οι Δημοκρατικοί έχουν
φιλομουσουλμανική ατζέντα και πολλά στελέχη τους
είναι μουσουλμάνοι. Πλην όμως, στο Dearborn, μια
πόλη του Μίσιγκαν με αραβική και μουσουλμανική
πλειοψηφία που παραδοσιακά ψήφιζε Δημοκρατικούς,
αυτή τη φορά ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος ήρθε
πρώτος. Όπως θα περίμενε κανείς, οι μουσουλμάνοι
κινητοποιούνται εναντίον του φεμινισμού, των
δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ+ και γενικότερα της woke
κουλτούρας· χωρίς να είναι «φτωχοί» —αντιθέτως,
είναι εύποροι—, ταυτίζονται με τα συντηρητικά
στρώματα και διεκδικούν τη διαφορά τους στο
εσωτερικό «προοδευτικών» πολιτειών όπως το
Μίσιγκαν.
Εκ
μέρους της Χάρις ήταν τέτοια η άγνοια και η
αφέλεια, ώστε κινητοποίησε την ελίτ του
Χόλιγουντ για να πείσει το εκλογικό Σώμα να την
ψηφίσει. Πιθανότατα το αποτέλεσμα ήταν το
αντίθετο — γιατί οι άνθρωποι των
αποβιομηχανοποιημένων περιοχών να ψηφίσουν ό,τι
ψηφίζουν οι πολυεκατομμυριούχοι του θεάματος;
Είναι πολύ πιθανότερο να ψηφίσουν τον χιλμπίλη
που, με πολλές δυσκολίες, κατάφερε να σπουδάσει
και να γίνει υποψήφιος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Η
Χάρις δεν αναφέρθηκε καθόλου στη δομή της
αμερικανικής οικονομίας, που καθορίζει τις
κοινωνικές τάξεις και την ενδεχόμενη
κινητικότητά τους: καθώς το μερίδιο της
βιομηχανίας μειώθηκε από 25% του ΑΕΠ το 1980 σε
16% το 2024, συνέβησαν πολλές ταξικές
μετατοπίσεις. Παραλλήλως, με την εισαγωγή των
νέων τεχνολογιών, το μερίδιο της οικονομίας των
υπηρεσιών στο ΑΕΠ εκτοξεύτηκε στο 78%. Αυτή η
τριτογενής οικονομία φέρει αξίες —όπως η ένταξη,
η ευημερία και η κοινωνική και περιβαλλοντική
ευθύνη— που διαφέρουν από εκείνες της
βιομηχανίας. Ο Τραμπ γνωρίζει ότι πολλοί
εργαζόμενοι, ιδιαίτερα άνδρες, είναι απρόθυμοι
να υιοθετήσουν αυτό το νέο πολιτιστικό κεφάλαιο
και να απαρνηθούν τις ωδές της παλιάς οικονομίας
για το μεγαλείο της χώρας, την ατομική
προσπάθεια, τον μόχθο και την επιτυχία.
Οι
Δημοκρατικοί δεν νοσταλγούν το πρότυπο του
Αμερικανού εργάτη όπως ο Ντόναλντ Τραμπ και όπως
όλα τα δεξιά και υπερδεξιά κόμματα στον δυτικό
κόσμο. Όμως στις ΗΠΑ το λαϊκό αίσθημα είναι
προσκολλημένο στον χειρώνακτα, στον blue collar,
που έχτισε το «μεγαλύτερο έθνος στον πλανήτη». Ο
εκλεγμένος πρόεδρος παίζει με συλλογικά
συναισθήματα και με την αναπόληση ενός
μεγαλειώδους παρελθόντος που αγγίζει όλες τις
καρδιές, ανεξάρτητα από τη φυλή. Ο Μαξ Βέμπερ
μιλά για «την εξουσία του αιώνιου χθες», δηλαδή
για τα έθιμα που καθαγιάστηκαν από τη συνήθεια
του ανθρώπου να τα σέβεται· αλλά οι
Δημοκρατικοί, ως «προοδευτικοί», κοιτούν διαρκώς
μπροστά, κι όταν κοιτούν πίσω, κατηγορούν τη
λευκή φυλή για τα εγκλήματά της —τα οποία ένα
μέρος των μαύρων, ιδιαίτερα εκείνο που έχει
μορφωθεί και ευημερήσει, γνωρίζει από την
ιστορία, όχι από την εμπειρία.
Επομένως, το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» γίνεται
αντιληπτό μάλλον ως έπαινος της βιομηχανικής
εργασίας και ως μοχλός εθνικού μεγαλείου παρά ως
υπεράσπιση της λευκής, χριστιανικής «φυλής». Οι
ισπανόφωνοι και οι μαύροι έχουν περισσότερα
κοινά με αυτή τη ρητορική παρά με τις ελίτ της
Ζώνης της Γνώσης, οι οποίες δεν ξέρουν να
χρησιμοποιούν όπλα ή να αναγνωρίζουν τον βαθμό
ενός αξιωματικού από το σήμα του.
Σώτη
Τριανταφύλλου (Athens Voice)
|