Το
πραγματικό ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε συνολικά αυτήν
την περίοδο με το πενιχρό 1%, ενώ ιδιαίτερα τα
τελευταία δύο χρόνια βρίσκεται σε ύφεση, με τις
προοπτικές και για το επόμενο έτος να
παρουσιάζονται τουλάχιστον νεφελώδεις. Τα
προβλήματα και οι αιτίες που συνέβαλλαν
καθοριστικά στην αρνητική εξέλιξη είναι τόσο
συγκυριακού, βραχυχρόνιου χαρακτήρα, αλλά και
βαθιά διαρθρωτικά και γι’ αυτό δυσκολότερο να
αντιμετωπιστούν.
Πληθωρισμός, μισθοί και ανεργία
Παρά τις
όποιες απεγνωσμένες προσπάθειες κατέβαλλε η
απερχόμενη κυβέρνηση να μετριάσει τις
οικονομικές επιπτώσεις των αλλεπάλληλων κρίσεων
των τελευταίων ετών, κυρίως με μέτρα
εμβαλωματικού χαρακτήρα, το αποτέλεσμα
ήταν να πέσουν στο κενό, ανίκανα να
αντιμετωπίσουν το μέγεθος του προβλήματος.
Ο υψηλός
πληθωρισμός των προηγούμενων ετών είχε ως
αποτέλεσμα οι πολίτες να μειώσουν τις αγορές
τους λόγω απώλειας της αγοραστικής τους δύναμης.
Έτσι, η ιδιωτική κατανάλωση, που αποτελεί και
τον βασικότερο μοχλό για την ανάκαμψη της
οικονομικής δραστηριότητας, μειώθηκε αισθητά.
Αντί συνεπώς να τονωθεί η οικονομία να
βελτιωθούν οι παραγωγικές επιδόσεις, να καλυφθεί
το κενό του παραγόμενου προϊόντος που βρίσκεται
στο -5%, τόσο η παραγωγή όσο και οι πωλήσεις σε
κλάδους κλειδιά όπως οι κατασκευές (2023: -20%)
και η αυτοκινητοβιομηχανία, διαρκώς
συρρικνώνονται. Από την άλλη αυξάνονται και οι
αιτήσεις πτώχευσης, σημαντικός δείκτης μαζί με
τις εισερχόμενες παραγγελίες στις επιχειρήσεις,
για την αρνητική τάση που διαγράφεται.
Οι
προσαρμογή των μισθών (+18% μετά τον Covid 19)
δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού οι πολίτες,
λόγω της απαισιοδοξίας που επικρατεί για
χειρότερες μέρες, αντί για την κατανάλωση
επιλέγουν να αποταμιεύουν, τη στιγμή μάλιστα που
επιβραβεύονται και με υψηλά επιτόκια (άνω του 3%
), σε αντίθεση με τα ελληνικά που συνεχίζουν την
προ κρίσης μηδενική τους πορεία.
Η
ανεργία αυξήθηκε από 3,9% το 2022 στο 6,1% το
πρώτο τρίμηνο του 2024, χωρίς όμως αυτό να
αποτελεί το κυρίαρχο πρόβλημα της αγοράς
εργασίας. Εκείνο που προβληματίζει και
διαμορφώνει έναν από τους βασικότερους
ανασταλτικούς παράγοντες για τη μελλοντική
ανάπτυξη της χώρας, είναι η σταδιακή συρρίκνωση
του εργατικού δυναμικού. Υπολογίζεται, ότι μέχρι
το 2035 το εργατικό δυναμικό της Γερμανίας θα
έχει συρρικνωθεί κατά 7 εκατομμύρια άτομα. Αν σ
αυτά προσθέσει κανείς και τις 600.000 νέους
επιστήμονες με υψηλή εξειδίκευση που έχουν
εγκαταλείψει τη χώρα μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ
την τελευταία δεκαετία, λόγω καλλίτερων
συνθηκών, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι
γερμανικές επιχειρήσεις έχουν τεράστιο πρόβλημα
εξεύρεσης στελεχών, κάτι που αποτυπώνεται
άλλωστε και στο μεγάλο αριθμό κενών θέσεων
εργασίας.
Μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις μόνη σωτηρία από
την αποβιομηχάνιση
Χωρίς
αμφιβολία τα συγκυριακά προβλήματα της Γερμανίας
είναι σημαντικά και χρήζουν άμεσης
αντιμετώπισης. Όμως, επειδή πρόκειται για μια
οικονομία εξωστρεφή, με μεγάλη συμμετοχή στο ΑΕΠ
του εξωτερικού τομέα, έχει να αντιμετωπίσει την
επιθετική πολιτική των ΗΠΑ, με αυξημένη ένταση
σίγουρα μετά και την ανάδειξη του κ. Trump στην
προεδρία της χώρας, όσο και της Κίνας. Επιδίωξη
και των δύο υπερδυνάμεων είναι να προσελκύσουν
ευρωπαϊκές και βέβαια γερμανικές εταιρείες στο
έδαφός τους με πολιτικές ενισχύσεων και Dumping,
κάτι που θα οδηγούσε σε μείωση της παραγωγής και
στη συνακόλουθη απώλεια θέσεων εργασίας.
Η
διαδικασία αυτή, που υποσκάπτει την
ανταγωνιστικότητα των γερμανικών επιχειρήσεων
δεν είναι κάτι καινούργιο αλλά βρίσκεται τα
τελευταία χρόνια σε εξέλιξη και αν δεν ανακοπεί
μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή αποβιομηχάνιση.
Φωτεινό παράδειγμα η τεχνολογική υστέρηση στην
ανάπτυξη και προώθηση ηλεκτρικών αυτοκινήτων και
αυτόνομης οδήγησης. Η απάντηση με μείωση της
παραγωγής και κλείσιμο παραγωγικών μονάδων που
εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια, δεν αποτελεί
λύση για το σημαντικότερο βιομηχανικό κλάδο της
χώρας, αλλά η επένδυση σε καινοτομία, έρευνα και
ανάπτυξη.
Βεβαίως
η απώλεια ανταγωνιστικότητας δεν οφείλεται μόνο
στις επιθετικές πολιτικές των αντιπάλων της,
αλλά κυρίως στις δικές της παραλείψεις και
αστοχίες. Διαπιστώνονται καθυστερήσεις σε όλα τα
σημαντικά πεδία μετασχηματισμού της οικονομίας.
Στις αναγκαίες υποδομές, στην ψηφιακή μετάβαση,
στην προσαρμογή στις κλιματικές αλλαγές, στη
βελτίωση του ενεργειακού μείγματος, στη
διασφάλιση της εθνικής της παραγωγής από τις
ανωμαλίες στη λειτουργία των εφοδιαστικών
αλυσίδων καθώς και στην ενίσχυση της έρευνας και
καινοτομίας. Επιπρόσθετα, μετά τον πόλεμο της
Ουκρανίας, προέκυψαν και θέματα ασφαλείας,
τα οποία απαιτούν σημαντικούς πρόσθετους πόρους
για την άμυνα, που επιβαρύνουν τον εθνικό της
προϋπολογισμό.
Είναι
ανάγκη συνεπώς, έστω και στο και πέντε, η
Γερμανία να αποφασίσει και να εφαρμόσει ένα
γιγαντιαίο πρόγραμμα μετάβασης με σημαντικές
μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε κομβικούς
τομείς της οικονομίας και κοινωνίας.
Στρατηγικός στόχος θα πρέπει να είναι η
διασφάλιση της ευημερίας των πολιτών της
καθιστώντας την χώρα πάλι ελκυστικό τόπο
εγκατάστασης επιχειρήσεων.
Πρώτον,
είναι ανάγκη να εκσυγχρονισθούν οι
παραμελημένες υποδομές της χώρας με
δημόσιες επενδύσεις ευρείας κλίμακας ώστε να
καλυφθεί το τεράστιο κενό που κληρονόμησε η χώρα
από την εποχή της πολιτικής μηδενικών
ελλειμμάτων του δίδυμου Merkel-Schaeuble. Οι
επενδύσεις σε σύγχρονες συγκοινωνίες,
στηριζόμενες κυρίως στα μέσα σταθερής τροχιάς,
αλλά και η βελτίωση των αυτοκινητοδρόμων
αποτελούν εξωτερικές οικονομίες για τις
επιχειρήσεις και μειώνουν το κόστος παραγωγής
και διάθεσης των προϊόντων τους. Οι δημόσιες
επενδύσεις θα πρέπει ακόμη να στοχεύουν σε
ταχεία ψηφιακή μετάβαση, ώστε να ανακτηθεί το
χαμένο έδαφος, όπως επίσης και στην ενίσχυση της
κοινωνικής κατοικίας καθότι στη Γερμανία υπάρχει
τεράστιο πρόβλημα εύρεσης στέγης κυρίως για τα
νέα ζευγάρια. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες για ένα
τέτοιο εγχείρημα υπολογίζονται σε ποσά άνω των
100 δις Ευρώ ετησίως μέχρι το 2030.
Δεύτερον, επιβάλλεται να αναληφθεί μια
εκστρατεία μείωσης της υπέρογκης κρατικής
γραφειοκρατίας. Οι συνεχείς νομοθετικές
παρεμβάσεις τόσο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
όσο και για την εναρμόνιση με τις σχετικές
ευρωπαϊκές ρυθμίσεις, δημιουργούν πρόσθετο
κόστος στις γερμανικές επιχειρήσεις και
υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητά τους προς
όφελος των ανταγωνιστών τους.
Υπολογίζεται ότι η ετήσια επιπλέον επιβάρυνση
για την κάλυψη γραφειοκρατικών απαιτήσεων, όπως
οι αδειοδοτήσεις, οι παντός είδους ενημερώσεις
κ.α. ανήλθε το 2023 στα 26,8 δις
Ευρώ (Έκθεση Συμβουλίου Θεσμικών Ελέγχων).
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αναφορά
επιχειρηματικών φορέων, ότι το κράτος δεν
φροντίζει, ώστε να μειωθούν τα κόστη με την
παροχή σύγχρονων υποδομών, όπως με τη μεγάλη
υστέρηση στην ψηφιακή μετάβαση. Αρνητικό
παράδειγμα αποτελούν οι επιδόσεις στις συνδέσεις
στα δίκτυα οπτικών ινών, όπου η Γερμανία
κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των
χωρών του ΟΟΣΑ, αφού η κάλυψη ανέρχεται μόνο στο
11% έναντι μέσου όρου των μελών του
οργανισμού που υπερβαίνει το 40%.
Τρίτον,
ταχεία ενεργειακή και κλιματική προσαρμογή στις
νέες απαιτήσεις. Η ενεργειακή κρίση μετά τον
πόλεμο της Ουκρανίας άφησε ένα πολύ σκληρό
αποτύπωμα στη γερμανική οικονομία. Σύμφωνα με
στοιχεία του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου
(DIW) οι υψηλές ενεργειακές τιμές κόστισαν
περίπου 2,5% στο ρυθμό ανάπτυξης ή 100 δις Ευρώ
το χρόνο από το 2022 μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα
αποκαλύφθηκε, ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να
ενισχυθούν με επενδύσεις τα ενεργειακά δίκτυα
μεταφοράς ρεύματος, η αποθήκευση αλλά και η
ενισχυμένη κατασκευή ανεμογεννητριών και ηλιακών
συστημάτων καθώς επίσης και η έρευνα για τη
χρήση υδρογόνου.
Επιπλέον, επειδή η Γερμανία είναι μια χώρα με
σημαντικό βιομηχανικό τομέα, θα πρέπει να
καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια και να διαθέσει
σημαντικούς πόρους για την μετάβαση των
παραγωγικών μονάδων σε λειτουργία με ουδέτερο
περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Για να ανταποκριθεί η
χώρα σ’ αυτές τις απαιτήσεις απαιτούνται
γιγαντιαίες επενδύσεις ύψους 800 δις Ευρώ έως το
2035.
Μήλον της έριδος οι πηγές χρηματοδότησης
Ότι η
Γερμανία έχει ανάγκη από μια μακρόχρονη
στρατηγική, που απαιτεί γιγαντιαίες επενδύσεις
τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο
τομέα, υπάρχουν ελάχιστοι που διαφωνούν. Εκείνο
που προβληματίζει, κυρίως την πλευρά των οπαδών
της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, είναι ο τρόπος
χρηματοδότησης. Είναι σαφές, ότι η χρηματοδότηση
των επενδύσεων μπορεί να γίνει με δύο τρόπους.
Ο ένας
είναι μέσω της αύξησης των φόρων, όπως πρότεινε
πρόσφατα το Συμβούλιο των Πέντε Σοφών. Να
εξοικονομηθούν δηλαδή πόροι με την επιβολή
διοδίων σε φορτηγά και ιδιωτικής χρήσεως
αυτοκίνητα στους αυτοκινητοδρόμους της χώρας και
να σχηματιστεί ένα Ταμείο για τη χρηματοδότηση
των υποδομών. Επίσης υπάρχει η άποψη να
επιβληθεί πρόσθετος φόρος στα υψηλά εισοδήματα.
Και τα δύο μέτρα χωλαίνουν κυρίως λόγω της
περιορισμένης δύναμης πυρός που εμπεριέχουν για
ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα.
Ο
δεύτερος είναι ο δημόσιος δανεισμός. Το μεγάλο
εμπόδιο για τη διεύρυνση του χρέους είναι
νομικό. Το φρένο χρέους, το οποίο αποτελεί από
το 2009 συνταγματική υποχρέωση (μοναδική χώρα
μεταξύ των G7), δεν επιτρέπει την υπέρβαση του
λόγου Χρέους/ΑΕΠ πάνω από 60% που προβλέπεται
στη συνθήκη του Maastricht. Τελικά η Γερμανία
κατασκεύασε ένα όπλο με το οποίο, αν δεν υπάρξει
άμεσα τρόπος για κατάργηση, αναστολή ή
αναθεώρηση, είναι σε θέση να καταστρέψει το
μέλλον της. Για να παρακαμφθεί μάλιστα με όποιον
τρόπο, απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των 2/3
των μελών του κοινοβουλίου της χώρας, η οποία
για να επιτευχθεί χρειάζεται γενναία
υπέρβαση εκ μέρους εκείνων, που παρά την κρίσιμη
κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία της χώρας,
εμμένουν στην πολιτική των μηδενικών
ελλειμμάτων.
Έτσι, με
την ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση, είναι
αδύνατον να χρηματοδοτηθούν σημαντικές
επενδύσεις στις υποδομές και στις εξελισσόμενες
νέες τεχνολογίες, ώστε να καταστεί η οικονομία
της χώρας ανταγωνιστική και να αποκατασταθεί η
καλή της φήμη ως ελκυστικός τόπος εγκατάστασης
παραγωγικών μονάδων. Μια τέτοια εξέλιξη θα
διαιωνίσει την κατάσταση στασιμότητας και θα
καταστήσει τη Γερμανία την Ιαπωνία της Ευρώπης.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της
Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Πρώτη
δημοσίευση στη Ναυτεμπορική
|