Η πρώτη
αντίδραση της Μόσχας μετά την εκτόξευση
αμερικανικών και βρετανικών πυραύλων κατά
ρωσικών στόχων ήταν να πλήξει με έναν νέο τύπου
υπερηχητικό βαλλιστικό πύραυλο μεσαίου
βεληνεκούς ICRM στρατιωτική εγκατάσταση στην
πόλη Ντνίπρο. Επισημαίνεται εξ αρχής πώς ο
πειραματικός ακόμη πύραυλος Orechnik δεν έφερε
κάποια κεφαλή και για τον λόγο αυτό δεν
εξερράγη. Με λίγα λόγια η Μόσχα «θυσίασε» ένα
πυραυλικό όχημα με το οποίο ακόμη
πειραματίζονται οι ειδικοί προκειμένου να
επιδείξουν τις δυνατότητες του ρωσικού
οπλοστασίου. Πόλεμος εντυπώσεων και τακτικές
ψυχολογικού πολέμου σε ένα εξαιρετικά σύνθετο
και «ευαίσθητο» ως προς τις ισορροπίες θέατρο
επιχειρήσεων λίγο πριν την τελική
διαπραγμάτευση. Αυτό είναι το πραγματικό back
round της ιστορίας. Η προοπτική έναρξης ενός
άτυπου καταρχήν και από την 20 Ιανουαρίου 2025
ενός καθόλα επίσημου διαλόγου μεταξύ της
κυβέρνησης Ντόναλντ Τραμπ και του Κρεμλίνου,
επιβάλει την εκτέλεση μίας πολύπλοκης
γεωπολιτικής σκηνογραφίας. Η εναλλαγή μεταξύ
στιγμών κορύφωσης και στιγμών εκτόνωσης της
έντασης σε αυτό καθεαυτό το θέατρο πολέμου στην
Ουκρανία, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της
ευρύτερης σκηνοθεσίας.
Αν
κρίνουμε από την ομοβροντία των διεθνών ΜΜΕ περί
κλιμάκωσης και απειλών εκ μέρους του Βλαδίμηρου
Πούτιν και μάλιστα σε σκηνογραφία Γ’ Παγκοσμίου
Πολέμου, η απάντηση έρχεται σε συνθήκες on line
από το πρωτοσέλιδο της «Le Monde» της 22ας
Νοεμβρίου. Μία προσεκτική ματιά σε όσα
ακολουθούν θα ήταν χρήσιμη. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Σε
σημείωμα που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, το
Ινστιτούτο Μελέτης Πολέμου (ISW) εξέτασε τον
αντίκτυπο της εκτόξευσης του ρωσικού
υπερηχητικού πυραύλου στο Ντνίπρο και τις
πρόσφατες δηλώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν σχετικά
με το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ενώ ο νέος
πύραυλος που χρησιμοποιήθηκε την Πέμπτη είναι
ικανός να μεταφέρει πυρηνική κεφαλή, το ISW
επισημαίνει ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν
εκτοξεύσει τακτικά υπερηχητικούς βαλλιστικούς
πυραύλους εναντίον της Ουκρανίας. Σε αυτούς
περιλαμβάνονται οι πύραυλοι Iskander, Kinjal και
Kh-101, οι οποίοι είναι ήδη εξοπλισμένοι για να
μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές.
Για το
Ινστιτούτο, οι δηλώσεις του κ. Πούτιν το βράδυ
της Πέμπτης «καταδεικνύουν ότι η συνεχιζόμενη
επίδειξη δύναμης της Μόσχας παραμένει σε μεγάλο
βαθμό ρητορική». Οι πρόσφατες απειλές του
στρέφονται κατά των δυτικών χωρών που επέτρεψαν
στον ουκρανικό στρατό να χρησιμοποιήσει τους
πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς τους στο «έδαφος
της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Ωστόσο, το ISW
επισημαίνει ότι οι Ουκρανοί στρατιώτες πολεμούν
εδώ και καιρό στο «έδαφος της Ρωσικής
Ομοσπονδίας», το οποίο ορίζεται παράνομα από τη
Μόσχα. Για παράδειγμα, στην Κριμαία, την οποία η
Ρωσία προσάρτησε το 2014.
Για το
ISW, η χρήση της ρητορικής των «κόκκινων
γραμμών» από το Κρεμλίνο ήταν σε μεγάλο βαθμό
ασυνεπής, αποδυναμώνοντας τη συνολική του θέση.
«Ο Βλαντιμίρ Πούτιν κλιμακώνει τον πόλεμο από
μόνος του, [αλλά] αρνείται να ανταποδώσει κάθε
φορά που οι δυτικές δυνάμεις προχωρούν
περισσότερο στην υποστήριξή τους προς την
Ουκρανία. Ο δικτάτορας έχει στο παρελθόν
απειλήσει τη Δύση με σοβαρά αντίποινα αν δώσει
στην Ουκρανία πυροβολικό, άρματα μάχης, μαχητικά
αεροπλάνα και τη δυνατότητα να πυροβολήσει τη
Ρωσία. Και αλλάζει συνεχώς τους κανόνες του
παιχνιδιού μόλις η Δύση νομίζει ότι οι απειλές
του είναι μπλόφα», σύμφωνα με το ISW. «Ούτε η
εκτόξευση του βαλλιστικού πυραύλου Orechnik ούτε
η ομιλία του Πούτιν την Πέμπτη αντιπροσωπεύουν
μια σημαντική αλλαγή στις δυνατότητες κρούσης
της Ρωσίας ή στην πιθανότητα να χρησιμοποιήσει
πυρηνικά όπλα».
Δεν
χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Οι ειδικοί εξηγούν
πώς η επίδειξη ισχύος της Μόσχας προ ολίγων
εικοσιτετραώρων εντάσσεται στη στρατηγική που
έχει υιοθετήσει το Κρεμλίνο εξ αρχής. Για όσους
δε αμφιβάλλουν ακόμη παρατίθεται αυτούσια η
δήλωση του εκπροσώπου του ΝΑΤΟ λίγες ώρες μετά
το πυραυλικό πλήγμα στο Ντνίπρο:
«Η χρήση
από τη Ρωσία ενός νέου βαλλιστικού πυραύλου
μεσαίου βεληνεκούς εναντίον της Ουκρανίας δεν θα
αλλάξει ούτε την πορεία της σύγκρουσης ούτε την
αποφασιστικότητα των συμμάχων του ΝΑΤΟ να
στηρίξουν την Ουκρανία», ανέφερε η εκπρόσωπος
της Ατλαντικής Συμμαχίας Φαράχ Νταχλάλα σε
δήλωσή της την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου.
Οι
πρωτοσέλιδοι τίτλοι στα διεθνή media το απόγευμα
της Πέμπτης και το πρωί της Παρασκευής 22ας
Νοεμβρίου συνέβαλαν στην δημιουργία ενός
«πανδυτικού» κλίματος πολεμικού θυμικού χωρίς
ιδιαίτερα πρακτικό λόγο, εκτός εάν η σχεδόν
αταβιστική αναπαραγωγή υπό τύπον σλόγκαν της
επερχόμενης παγκόσμιας σύγκρουσης εντάσσεται σε
έναν ευρύτερο σχεδιασμό διεθνούς πολεμικής
υστερίας πριν από την τελική διαπραγμάτευση
μεταξύ Τραμπ και Πούτιν.
Ας
επισημανθεί σε αυτό το σημείο πώς επί δύο
ολόκληρες ώρες οι Μπάϊντεν και Πούτιν ,χωρίς
αυτήκοους μάρτυρες και ενδεχομένως χωρίς
πρακτικά, συζήτησαν στον Λευκό Οίκο. Η ατζέντα
αυτής της δίωρης συνομιλίας δεν έγινε ποτέ
γνωστή. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον άλλωστε ότι
από την λαλίστατη «συνήθως» ομήγυρη της φλύαρης
Ουασινγκτόνιας ελίτ δεν υπήρξε ούτε μία διαρροή
επί της ατζέντας αυτής. Όταν προ εβδομάδων είχαν
διαρρεύσει θυμίζουμε απόρρητα σχέδια που
αφορούσαν τις ισραηλινές επιχειρήσεις και τα
σχέδια για την Γάζα και όχι μόνον. Περίεργα
πράγματα τω όντι.
Αργά δε
το απόγευμα της Πέμπτης, 21 Νοεμβρίου, μία άλλη
είδηση, επίσημα επιβεβαιωμένη από τον Guardian
και όχι μόνον, κατέληγε στην επισήμανση εντός
Βρετανικού Κοινοβουλίου πως η πραγματική
κατάσταση του στρατού ξηράς του Ηνωμένου
Βασιλείου είναι η χειρότερη από το 1700. Ναι,
από το 1700. Λίγο πριν αυτήν την ομολογία, ο
αρχηγός του βρετανικού στρατού είχε δηλώσει με
χαρακτηριστικό πάθος πώς «αν απόψε κληθούμε να
πολεμήσουμε στην Ανατολική Ευρώπη κατά του
Πούτιν θα το κάνουμε». Αμέσως μετά από αυτήν την
άκρως τονωτική για το ηθικό παρέμβαση, ο αρχηγός
του στρατού ξηράς κλήθηκε να απαντήσει στο
αφελές ερώτημα ενός βρετανού βουλευτή: «Πόσες
Ταξιαρχίες θα μπορέσουμε να παρατάξουμε στην
Ανατολική Ευρώπη, στρατηγέ μου;».
Την
Παρασκευή το πρωί ένας πρώην ουκρανός αρχηγός
στρατού, από εκείνους τους οποίους αποστράτευσε
ο Ζελένσκυ, ισχυριζόταν πώς «Ο Γ΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος έχει ήδη αρχίσει». Τα λόγια του
χρησιμοποιήθηκαν ως τίτλοι στην «Politico» και
στην μάλλον περιορισμένης αξιοπιστίας «New York
Post». Ήταν αρκετή όμως αυτή η «ειδική
φρασεολογία» περί Παγκοσμίου Πολέμου για να
μεταφερθεί αυτολεξεί ως τίτλος πρωτοσέλιδων
δημοσιευμάτων ανά τον κόσμο. Ήταν ζήτημα λοιπόν
μερικών ωρών ώστε να διαμορφωθεί ένα τσουνάμι
πολεμικής υστερίας μέσω της ταχύτατης ψηφιακής
δημοσιογραφίας. Για άλλη μία φορά ο χαμένος της
υπόθεσης ήταν η αλήθεια. Για άλλη μία φορά
ανέλαβαν δράση οι «Ιέρακες» της πολεμικής
φιλολογίας. Οι μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες
«New York Times» και «Washington Post» κράτησαν
μία χαρακτηριστική απόσταση από αυτό το τσουνάμι
παραπληροφόρησης.
Στη
διαμόρφωση ενός κλίματος συλλογικού τρόμου που
θα κατανάλωνε με ευκολία τις δόσεις πολεμικής
υστερίας επένδυε βέβαια ο Βλαδίμηρος Πούτιν,
όταν με ύφος βλοσυρό και βλέμμα «ατσάλινα
ψυχρό», όπως των γνωστών προκατόχων του, μιλούσε
για «παγκόσμια χαρακτηριστικά της σύγκρουσης
στην Ουκρανία». Ήξερε πως τα λόγια του θα
μεταφράζονταν όπως προσδοκούσε από τα δυτικά
media. Κάπως έτσι θα διασφαλιζόταν η γενική
αποδοχή (και μάλιστα με ανακούφιση) του τελικού
deal το οποίο ήδη άρχισε να διαφαίνεται στον
ομιχλώδη ορίζοντα των ουκρανικών πεδιάδων. Το
20% των ουκρανικών εδαφών, συν η Κριμαία, είναι
ήδη στα χέρια των Ρώσων. Η Ουκρανία δεν θα
καταστεί μέλος του ΝΑΤΟ για τις δύο με τρεις
επόμενες δεκαετίες. Δεν θα υπάρξει προοπτική
ολοκληρωτικής ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ. Η
αμυντική διάταξη της Ουκρανίας θα υπακούει στα
στρατηγικά αμυντικά συμφέροντα της Ρωσίας. Αυτό
θα είναι το πλαίσιο του deal. Όλα τα υπόλοιπα θα
αφορούν την σκηνογραφία. Την τελική δε
σκηνοθεσία του «event» θα την έχουν αναλάβει οι
επαγγελματίες του διεθνούς λαϊκισμού. Ξέρουν
αυτοί.
Νίκος
Γεωργιάδης (Athens Voice)
|