Η ύφεση
ακολουθεί χρόνια
μεθυστικής ανάπτυξης, η
οποία έγινε ακόμα πιο
φρενήρης κατά τη
διάρκεια της πανδημίας
της Covid-19, όταν οι
βαριεστημένοι
καταναλωτές ξόδευαν
χρήματα αφειδώς. Οι
τιμές ανέβηκαν στα ύψη.
Η HSBC υπολογίζει ότι τα
φορέματα και οι τσάντες
των σχεδιαστών είναι
κατά 54% ακριβότερα απ’
ό,τι το 2019. Η τιμή του
καλύτερου κρασιού
Μπορντό έφτασε το 2022
στο υψηλότερο επίπεδο
των τελευταίων 12 ετών.
Μπορεί
να φαίνεται περίεργο ότι
η αγορά πολυτελών
περιουσιακών στοιχείων
έχει από τότε
αποδυναμωθεί. Το ΔΝΤ
εκτιμά ότι το παγκόσμιο
ΑΕΠ το 2024 αυξήθηκε
κατά 3,2%. Τα
χρηματιστήρια
εκτινάχτηκαν, ενώ ο
αριθμός των υπερπλουσίων
αυξάνεται με ταχείς
ρυθμούς. Η UBS
υπολογίζει ότι μέχρι το
2027, σε όλο τον κόσμο,
θα υπάρχουν 86
εκατομμύρια
εκατομμυριούχοι σε
δολάρια, από περίπου 60
εκατομμύρια το 2023. Υπό
αυτές τις συνθήκες,
είναι λογικό να
σκεφτείτε ότι όταν οι
μετοχές κάνουν ράλι και
οι άνθρωποι αισθάνονται
πλούσιοι, το πιθανότερο
είναι να σπαταλήσουν
χρήματα σε πολυτελή
περιουσιακά στοιχεία.
Όπως
λέει ο Liam Bailey της
Knight Frank, μιας
εταιρείας ακινήτων που
παράγει πολλές έρευνες
για τους υπερπλούσιους,
τα πολυτελή περιουσιακά
στοιχεία ανταγωνίζονται
τα χρηματοοικονομικά.
Αυτές οι λιγότερο
λαμπερές επενδύσεις
πρόσφεραν σημαντικές
αποδόσεις το 2024 (βλ.
διάγραμμα). Ο παγκόσμιος
δείκτης MSCI World, ένας
δείκτης παγκόσμιων
μετοχών, έχει μέχρι
στιγμής φέτος κερδίσει
17%, ενώ το Bitcoin έχει
σημειώσει άνοδο πάνω από
140%. Ακόμα και τα
βραχυπρόθεσμα ομόλογα
του Δημοσίου έχουν
προσφέρει αξιοπρεπείς
αποδόσεις. Ο S&P U.S.
Treasury Bill 3-6 Month
Index έχει από την αρχή
του έτους αυξηθεί κατά
περισσότερο από 5%.
Η
γεωπολιτική δεν βοήθησε.
Η εισβολή της Ρωσίας
στην Ουκρανία και οι
συγκρούσεις στη Μέση
Ανατολή έπληξαν το
καταναλωτικό κλίμα στις
μεγάλες αγορές
πολυτελείας. Άλλοι
αγοραστές ανέστειλαν τις
αγορές τους εν όψει των
προεδρικών εκλογών στην
Αμερική, ενώ από τότε
που ο Donald
Trump σάρωσε,
έχουν αρχίσει να
ανησυχούν για τους
εμπορικούς πολέμους. Οι
δασμοί και οι άτυπες
απαγορεύσεις μπορούν να
ανατρέψουν την αγορά
πολυτελών περιουσιακών
στοιχείων. Το 2019 οι
οινοπαραγωγοί της
Ευρώπης δυσκολεύτηκαν,
από τη στιγμή που η
Αμερική εισήγαγε φόρο
εισαγωγής 25%. Ωστόσο,
οι αμπελουργοί του
Νότιου Ημισφαιρίου
αναθάρρησαν από τον
Μάρτιο, όταν η Κίνα ήρε
τους δασμούς έως και
218% στο αυστραλιανό
κρασί, οι οποίοι είχαν
εισαχθεί επειτα από μια
διπλωματική διαμάχη το
2021.
Η Κίνα
ήταν μια άλλη τροχοπέδη.
Για δύο δεκαετίες
τροφοδότησε τη ζήτηση
για φανταχτερά προϊόντα.
Τώρα ο συνδυασμός της
κρίσης στην αγορά
ακινήτων και της
κυβερνητικής καταστολής
του επιδεικτικού πλούτου
περιορίζει τις δαπάνες.
Ο αντίκτυπος είναι πιο
εμφανής στην αγορά
κρασιού. Ιδιαίτερα κατά
την τελευταία δεκαετία,
οι Κινέζοι αγοραστές
ανέπτυξαν μια προτίμηση
για το κρασί
Βουργουνδίας. Σύμφωνα με
στοιχεία της Liv-Ex,
ενός φορέα του κλάδου, η
τιμή αυτών των πολυτελών
ξηρών κόκκινων κρασιών
έπεσε κατά σχεδόν 30% τα
τελευταία δύο χρόνια. Το
2019 η Κίνα κατανάλωσε
το 17% του παγκόσμιου
κρασιού. Από τότε το
ποσοστό αυτό μειώθηκε
στο 8%.
Παρ’ όλα
αυτά, ορισμένες γωνιές
της αγοράς πολυτελείας
διατήρησαν την
ανθεκτικότητά τους.
Σύμφωνα με τον Sebastian
Duthy της Art Market
Research, το 2024 οι
πωλήσεις των «blue chip»
έργων τέχνης παρέμειναν
ισχυρές. Πολλά από τα
έργα που τα πήγαν
καλύτερα στις
δημοπρασίες ήταν από
μεγάλους καλλιτέχνες,
των οποίων το έργο δεν
έχει βγει προς πώληση
εδώ και πολύ καιρό. Ένας
πίνακας του Jean-Michel
Basquiat, ενός
νεοϊμπρεσιονιστή,
πωλήθηκε σε δημοπρασία
έναντι 46,5 εκατ.
δολαρίων και ένας
πίνακας του Edward
Ruscha, ενός ποπ
καλλιτέχνη, πωλήθηκε
έναντι 68,3 εκατ.
δολαρίων. Όπως λέει ο κ.
Duthy, οι επενδυτές
«παίζουν εκ του
ασφαλούς».
Επιπλέον, ακόμα και αν
ορισμένοι αγοραστές
κρατούν αποστάσεις, μια
ομάδα φανατικών της
πολυτέλειας ήδη
σχεδιάζει την επόμενη
αγορά της. Γνωρίζει ότι
πράγματα όπως οι vintage
Ferrari και τα ροζ
διαμάντια είναι
ριψοκίνδυνες, συχνά μη
ρευστοποιήσιμες
επενδύσεις. Ο Roy Safit,
επικεφαλής του Fancy
Colour Research
Foundation, ενός
ερευνητικού οργανισμού
της βιομηχανίας
διαμαντιών, λέει ότι οι
πολύτιμοι λίθοι
προσφέρουν κάτι που δεν
προσφέρουν οι μετοχές
και τα ομόλογα: ο
ιδιοκτήτης τους μπορεί
να τα επιδεικνύει. «Οι
άνθρωποι λατρεύουν να
κοινοποιούν την επιτυχία
τους», λέει. Για τον
Dietrich Hatlapa,
επικεφαλής της Historic
Automobile Group
International, μιας
άλλης ερευνητικής
ομάδας, οι αγοραστές
«προβαίνουν σε τέτοιου
είδους αγορές από
πάθος».
Πηγή:
The Economist
|