Η
Τουρκία και το Ισραήλ,
με μια ώθηση από την
Ουκρανία, κατάφεραν να
σκοτώσουν τα όνειρα του
Ομπάμα. Ο Μπενιαμίν
Νετανιάχου,
χρησιμοποιώντας
αμερικανικά όπλα και
αγνοώντας τη στρατηγική
συμβουλή του επιτελείου
του Μπάιντεν, συνέτριψε
τη στρατιωτική ισχύ του
Ιράν με διαδοχικές
επιθέσεις κατά της
Χαμάς, της Χεζμπολάχ και
του Ιράν. Ο Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν βοήθησε τις
αντικυβερνητικές
δυνάμεις στη Συρία να
επιβιώσουν και να
επιτεθούν στο καθεστώς
όταν φάνηκε ευάλωτο.
H ειρωνεία
της Ιστορίας είναι ότι
το επιτελείο του
Μπάιντεν λειτούργησε ως
νεκροπομπός στην κηδεία
της μεσανατολικής
πολιτικής που
προσπαθούσε να σώσει.
Αφού προσπάθησε να
απέτυχε να αναβιώσει την
πυρηνική συμφωνία με το
Ιράν, επιχείρησε να
κάνει διάλογο με τους
μουλάδες της Τεχεράνης.
Στο τέλος, όμως, η
ιρανική υποστήριξη προς
τη Χαμάς και τη
Χεζμπολάχ αποδείχθηκε
μοιραία. Μετά την
τρομοκρατική επίθεση της
7ης Οκτωβρίου, το
επιτελείο του Μπάιντεν
παρέσχε την αναγκαία
στρατιωτική στήριξη στο
Ισραήλ για να νικήσει τη
Χαμάς και τη Χεζμπολάχ
με τρόπους που μείωσαν
δραστικά τη δύναμη του
Ιράν.
Στη
Συρία ξεκινά σήμερα μια
νέα εποχή περιφερειακού
και θρησκευτικού
ανταγωνισμού. Πολλοί
Αραβες φοβούνται ότι η
Τουρκία θα πάρει τη θέση
του Ιράν ως βασική
απειλή για την
ανεξαρτησία του αραβικού
κόσμου. Αυτά είναι καλά
νέα για τη στρατηγική
συνεργασία του Ισραήλ με
μερικές από τις χώρες
του Κόλπου. Η Τουρκία
του Ερντογάν συνιστά
άλλωστε μια δυνητικά
μεγαλύτερη απειλή για
την ασφάλεια των κρατών
του Κόλπου απ’ό,τι είχε
καταφέρει να γίνει το
Ιράν.
Τόσο το
Ισραήλ όσο και οι Αραβες
του Κόλπου έχουν λόγους
να ανησυχούν για την
παλαιστινιακή πολιτική
του Ερντογάν. Η
ευθυγράμμιση της
Τουρκίας με τη
Μουσουλμανική Αδελφότητα
είναι ένα ισχυρό
πολιτικό όπλο για την
Αγκυρα στον ανταγωνισμό
της με τις χώρες του
Κόλπου για τον έλεγχο
του σουνιτικού κόσμου. Η
υποστήριξη των
Παλαιστινίων μπορεί να
βοηθήσει την Τουρκία να
βελτιώσει την πολιτική
εικόνα στις αραβικές
χώρες.
(*) O Walter Russell
Mead είναι αρθρογράφος
της Wall Street Journal
|