Όπως και
στην πρώτη του θητεία, ο
κ. Trump συγκρότησε μια
ομάδα οικονομικής
πολιτικής με
διαφορετικούς, ενίοτε
αλληλοσυγκρουόμενους
στόχους. Οι
σκληροπυρηνικοί του
MAGA, όπως ο Stephen
Miller, η επιλογή του κ.
Trump για αναπληρωτή
προσωπάρχη, είναι κατά
του εμπορίου, της
μετανάστευσης και της
ρύθμισης και
υποστηρίζονται από μια
ενεργητική βάση. Οι
εδραιωμένοι
Ρεπουμπλικανοί, όπως ο
Scott Bessent, ο
εκλεκτός του κ. Trump
για το υπουργείο
Οικονομικών, και ο Kevin
Hassett, ο επικεφαλής
του Εθνικού Οικονομικού
Συμβουλίου, είναι
πρωταρχικά υποστηρικτές
της χαμηλής φορολογίας
και της μικρής
κυβέρνησης. Αυτήν τη
φορά, όμως, υπάρχει μια
νέα παράταξη που κάνει
το μείγμα ακόμα πιο
ευμετάβλητο: οι
φανατικοί της
τεχνολογίας από τη
Silicon Valley.
Ο David
Sacks, ένας venture
capitalist, είναι ο
«τσάρος» του κ. Trump
για τα κρυπτονομίσματα
και την τεχνητή
νοημοσύνη. Ο στόχος του
είναι να άρει τους
περιορισμούς στη
βιομηχανία των
κρυπτονομισμάτων και,
μαζί με άλλες αφίξεις
από τη Silicon Valley,
να χαλαρώσει τους
ελέγχους στην τεχνητή
νοημοσύνη για να
ενθαρρύνει την ταχύτερη
πρόοδο. Όμως η επιρροή
των τεχνολογικών
εταιρειών υπερβαίνει την
τεχνολογική πολιτική.
Στον κ. Musk έχει
ανατεθεί η διοίκηση του
νεοσύστατου υπουργείου
Κυβερνητικής
Αποδοτικότητας (DOGE). Ο
Marc Andreessen, ένας
διάσημος venture
capitalist, λέει ότι
περνάει περίπου τον μισό
του χρόνο στο Mar-a-Lago
ως «εθελοντής». Ο Scott
Kupor, ο οποίος
εργαζόταν για τον κ.
Andreessen, θα αναλάβει
το Γραφείο Διαχείρισης
Προσωπικού, το οποίο
επιβλέπει τις προσλήψεις
στον δημόσιο τομέα.
Πρώην υπάλληλοι της
Palantir, του Ιδρύματος
Thiel και της Uber
διορίστηκαν σε
θέσεις-κλειδιά στα
υπουργεία Εξωτερικών,
Υγείας και στο
Πεντάγωνο, αντίστοιχα.
Κάποτε η Wall Street
τροφοδοτούσε με στελέχη
το υπουργείο Οικονομικών
τόσο γρήγορα, που η
Goldman Sachs απέκτησε
το παρατσούκλι
«Government Sachs». Τώρα
ο κ. Trump προσπαθεί να
εισαγάγει την τεχνολογία
στην τεχνοκρατία, κάτι
νέο για την αμερικανική
πολιτική.
Για
χρόνια η Ουάσινγκτον
ήταν ένα μέρος που τα
αφεντικά της τεχνολογίας
απέφευγαν, εκτός αν
καλούνταν από το
Κογκρέσο για επίπληξη.
Τώρα η τεχνολογία βλέπει
την κυβέρνηση ως κάτι
που πρέπει να επηρεάσει
και να ανατρέψει.
Θεωρητικά αυτό θα
μπορούσε να αποφέρει
μεγάλα οφέλη για την
Αμερική. Όπως και η
υπόλοιπη ομάδα του κ.
Trump, οι τεχνοκράτες
θέλουν να αυξήσουν το
οικονομικό και
τεχνολογικό πλεονέκτημα
της Αμερικής, μειώνοντας
τη γραφειοκρατία και
ενισχύοντας την
καινοτομία. Η προσέλκυση
εμπειρογνωμόνων στον
τομέα της ΤΝ είναι μια
καλή ιδέα, δεδομένης της
πιθανής οικονομικής και
στρατηγικής σημασίας
της. Και όλοι γνωρίζουν
ότι η κυβέρνηση θα
μπορούσε να γίνει πιο
αποτελεσματική.
Ωστόσο,
άλλο η θεωρία κι άλλο η
πράξη. Ένα πρόβλημα
είναι ότι, όταν η
τεχνολογία και το MAGA
λένε ότι έχουν θέσει ως
προτεραιότητα το «Πρώτα
η Αμερική», εννοούν
διαφορετικά πράγματα.
Ενώ το κίνημα MAGA
ελπίζει να αποκαταστήσει
ένα όραμα του
παρελθόντος,
συμπεριλαμβανομένης μιας
αδύνατης επιστροφής σε
μια κατασκευαστική ακμή,
η τεχνολογία κοιτάζει
μπροστά. Θέλει να
επιταχύνει την πρόοδο
και να φέρει ανατροπές
την κοινωνία, αφήνοντας
πίσω τον κόσμο τον οποίο
το MAGA λαχταράει να
αναβιώσει.
Αυτά τα
αντίθετα οράματα θα
μεταφραστούν σε
πολιτικές διαμάχες. Το
MAGA φοβάται ότι οι
μετανάστες παίρνουν
δουλειές που θα έπρεπε
να κάνουν οι Αμερικανοί.
Η τεχνολογία θέλει τα
καλύτερα ταλέντα,
ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Η τεχνολογία έχει μια
ελευθεριακή τάση που την
κάνει καχύποπτη απέναντι
στην κυβέρνηση. Το MAGA
απεχθάνεται την εταιρική
εξουσία. Και οι δύο
ομάδες βλέπουν την Κίνα
ως αντίπαλο (εκτός από
τον κ. Musk, για τον
οποίο είναι μια χώρα για
να κατασκευάζει και να
πουλάει αυτοκίνητα).
Όμως, ενώ το MAGA
πιστεύει ότι οι ξένοι
εκμεταλλεύονται το
εμπόριο για να
εξαπατήσουν την Αμερική,
η τεχνολογία έχει
επωφεληθεί από τις ροές
ταλέντων, κεφαλαίων και
πελατών. Ακόμα και αν η
τεχνολογία είναι ασφαλής
από έναν πρώτο γύρο
δασμών στα αγαθά, ένας
ολοκληρωτικός εμπορικός
πόλεμος θα μπορούσε να
παγιδεύσει τις υπηρεσίες
που παρέχει. Τέτοιες
αντιφάσεις και
συγκρούσεις θα
δυσκολέψουν τους
αξιωματούχους που
εστιάζουν στην
τεχνολογία για να
πετύχουν τους στόχους
τους.
Ο κ.
Trump θα κάνει το
σκηνικό ακόμα πιο θολό.
Αντί να επιλύσει τις
εντάσεις μεταξύ της
ομάδας του και να ορίσει
μια σαφή κατεύθυνση,
είναι πιθανό να
λειτουργήσει ως
παράγοντας χάους.
Λαχταρά τις συγκρούσεις
και τις ίντριγκες και θα
απολαύσει τη δύναμη που
ασκεί πάνω στις διάφορες
παρατάξεις στην αυλή
του.
Το
τεχνολογικό τμήμα θα
μπορούσε κι αυτό με τη
σειρά του να
απογοητευτεί. Βλέπει τη
συρρίκνωση του κράτους
ως πρόβλημα μηχανικής,
αλλά το ιστορικό των
λογικών μεταρρυθμίσεων
που πέθαναν στο Κογκρέσο
υποδηλώνει ότι το
πρόβλημα είναι
περισσότερο πολιτικό,
και στην επίλυση
πολιτικών προβλημάτων η
τεχνολογία έχει ελάχιστη
εμπειρία. Ακόμα
χειρότερα, έχοντας
κερδίσει την προσοχή του
προέδρου, οι μεγιστάνες
της τεχνολογίας μπορεί
να μπουν στον πειρασμό
να ευνοηθούν
περισσότερο. Αυτό
τουλάχιστον αναμένουν οι
επενδυτές: η αξία των
εταιρειών του κ. Musk
έχει εκτοξευθεί μετά τις
εκλογές, ξεπερνώντας την
αγορά και κάνοντάς τον
πλουσιότερο κατά
τουλάχιστον 150 δισ.
δολάρια. Ένας συνδυασμός
εσωτερικής διαμάχης,
κακής εφαρμογής και
μεροληψίας θα μπορούσε
να γυρίσει μπούμερανγκ,
δημιουργώντας προβλήματα
στη δεύτερη θητεία του
κ. Trump.
Ωστόσο,
αυτό το θλιβερό σενάριο
δεν είναι
προδιαγεγραμμένο. Αντί
να πολεμούν η μία την
άλλη μέχρις εσχάτων, οι
παρατάξεις στην ομάδα
του κ. Trump θα
μπορούσαν, σε κάποια
θέματα, να συγκρατήσουν
η μία την άλλη, και να
αλληλοσυμπληρωθούν σε
άλλα, με ευεργετικά ίσως
αποτελέσματα για την
Αμερική. Για παράδειγμα,
οι mainstreamers και τα
αφεντικά της τεχνολογίας
θα μπορούσαν να
περιορίσουν τα χειρότερα
ένστικτα του MAGA
σχετικά με τον
προστατευτισμό και τη
μετανάστευση, ενώ οι
δημιουργικές ιδέες της
τεχνολογίας για τη
μεταρρύθμιση θα
μπορούσαν να εφαρμοστούν
με τρόπο πολιτικά
έξυπνο. Εν τω μεταξύ, το
γεγονός ότι όλοι
συμφωνούν στην ανάγκη
της Αμερικής να
απελευθερώσει την αγορά
και να καινοτομήσει θα
μπορούσε να προσδώσει
στο πρόγραμμα χρήσιμη
δυναμική.
Όλα αυτά
μπορεί να ακούγονται
τραβηγμένα. Ωστόσο, η
χρηματιστηριακή αγορά θα
μπορούσε να βοηθήσει να
κατευθύνει την κυβέρνηση
προς τον συμβιβασμό. Ο
κ. Trump έχει μια
ευαισθησία απέναντι στις
τιμές των μετοχών και
δεν θα θελήσει να θέσει
σε κίνδυνο το αλματώδες
ράλι που ακολούθησε την
επανεκλογή του.
Παρέχοντας ένα μέτρο σε
πραγματικό χρόνο για το
κατά πόσον οι επενδυτές
πιστεύουν ότι τα
trumponomics θα
βοηθήσουν την οικονομία,
η χρηματιστηριακή αγορά
θα μπορούσε να επηρεάσει
τις αποφάσεις του. Εάν
ισχύσει κάτι τέτοιο, η
κυβέρνηση θα μπορούσε να
βρει τον δρόμο της
υιοθετώντας πολιτικές
που ενισχύουν την
ανάπτυξη. Η άφιξη της
τεχνολογίας στην
Ουάσινγκτον ενέχει υψηλό
ρίσκο, το οποίο θα
μπορούσε -ενδεχομένως-
να αποφέρει και πολλά
οφέλη.
Πηγή:
The Economist
|