Όπως
καταγράφει το τελικό
κείμενο που βρίσκεται
στη Βουλή, οι αμοιβές
εξαρτημένης εργασίας
(μισθοί) κατά το δεύτερο
τρίμηνο του 2024
αυξήθηκαν κατά 5,6% σε
ετήσια βάση (εποχικά
διορθωμένα στοιχεία),
λόγω της περαιτέρω
αύξησης του κατώτατου
μισθού από την 1η
Απριλίου 2024 κατά 6,4%,
αντανακλώντας αντίστοιχη
θετική εξέλιξη σε όλους
τους κλάδους της
οικονομικής
δραστηριότητας αλλά και
της αύξησης των μισθών
του δημόσιου τομέα από
τον Ιανουάριο 2024.
Σημαντική αύξηση κατά
9,2% των αμοιβών
καταγράφεται στον κλάδο
των κατασκευών, κατά
7,5% στη βιομηχανία –
ενέργεια – μεταποίηση,
κατά 6,7% στην ενημέρωση
και στην επικοινωνία,
ακολουθούμενη από αύξηση
κατά 6,2% στον κλάδο των
χρηματοπιστωτικών και
των ασφαλιστικών
δραστηριοτήτων, κατά
5,9% στο χονδρικό –
λιανικό εμπόριο, κατά
5,7% στις
επαγγελματικές,
επιστημονικές και
τεχνικές δραστηριότητες
και κατά 5,3% στη
γεωργία.
Για το
2024 συνολικά, εκτιμάται
αύξηση κατά 4,3% της
αμοιβής ανά εργαζόμενο
(μέσος μισθός),
διαμορφούμενης συνεπώς
της αύξησης των
συνολικών αμοιβών
εξαρτημένης εργασίας σε
5,2% έναντι αυξήσεων
3,7% και 5,3%,
αντίστοιχα, που
καταγράφηκαν το 2023. Η
αύξηση του ακαθάριστου
λειτουργικού
πλεονάσματος για το 2024
εκτιμάται σε 5,2% έναντι
αύξησης 6,5% το 2023.
Μισθοί:
Προβλέψεις για το 2025
Σε
συμφωνία με τις εαρινές
προβλέψεις της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η
εθνική πρόβλεψη για
αύξηση το 2025 των
αμοιβών εξαρτημένης
εργασίας (μισθοί) κατά
3,4% και των αμοιβών ανά
εργαζόμενο κατά 2,7%, με
ρυθμό μεγαλύτερο του
πληθωρισμού (2,1%),
υποδηλώνει κέρδη για τον
πραγματικό μέσο μισθό
για τρίτη συνεχόμενη
χρονιά, η οποία
συνδέεται και με την
περαιτέρω αύξηση του
κατώτατου και του μέσου
μισθού (με κυβερνητικό
στόχο τα 950 ευρώ και τα
1.500 ευρώ, αντίστοιχα,
το 2027).
Η
παραγωγικότητα της
εργασίας αναμένεται να
αυξηθεί πιο δυναμικά το
2025 αντλώντας οφέλη από
τον μετασχηματισμό της
οικονομίας
Σημειώνεται ότι εάν
ληφθεί υπόψη η μείωση
των ασφαλιστικών
εισφορών, η αύξηση των
καθαρών εισοδημάτων
είναι ακόμα μεγαλύτερη,
ενώ στις φθινοπωρινές
της προβλέψεις η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
αναθεωρεί προς τα πάνω
την πρόβλεψή της για την
ετήσια ονομαστική αύξηση
το 2025, σε 3,2% από
2,7%, για τις αμοιβές
εξαρτημένης εργασίας ανά
εργαζόμενο. Η
παραγωγικότητα της
εργασίας αναμένεται να
αυξηθεί πιο δυναμικά το
2025 (+1,5% σε ετήσια
βάση από +1% το 2024),
αντλώντας οφέλη από τον
μετασχηματισμό της
οικονομίας, υπό το
Σχέδιο Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας και από
τις κυβερνητικές
μεταρρυθμίσεις,
διαφυλάττοντας την
ανταγωνιστικότητα της
ελληνικής οικονομίας.
Τι
συμβαίνει με την
παραγωγικότητα
Ωστόσο,
τίθεται ένα θέμα με την
παραγωγικότητα στη χώρα
μας. Η Ελλάδα είναι η
τελευταία σε ό,τι αφορά
τα επίπεδα
παραγωγικότητας μεταξύ
των ευρωπαϊκών
χωρών-μελών του ΟΟΣΑ και
η 4η από το τέλος μεταξύ
των χωρών-μελών του
συνολικά, όπως
καταγράφεται σε περυσινή
έκθεσή του Οργανισμού.
Η
παραγωγικότητα της
εργασίας, υπολογιζόμενη
σε ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας,
είναι 34,5 δολάρια στην
Ελλάδα το 2022
(τελευταία διαθέσιμα
στοιχεία) έναντι 53,8
δολαρίων στον ΟΟΣΑ,
δηλαδή είναι στο 64,1%
του ΟΟΣΑ.
Από εκεί
και πέρα, σε σύγκριση με
την Ευρωζώνη, όπου η
παραγωγικότητα είναι
60,8 δολάρια, η ελληνική
παραγωγικότητα
αντιπροσωπεύει το 56,7%,
λίγο πάνω από το μισό.
Σε σύγκριση με την
Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η
παραγωγικότητα είναι
55,7 δολάρια, βρίσκεται
στο 61,9%.
Η
παραγωγικότητα της
εργασίας στην Ελλάδα
αυξήθηκε, αλλά συνολικά
την περίοδο 2015-2022
παρουσιάζει ελαφρά
μείωση
Αξίζει
να σημειωθεί πως η
επίδοση αυτή τοποθετεί
την Ελλάδα στην
τελευταία θέση μεταξύ
των ευρωπαϊκών χωρών και
στην τέταρτη από το
τέλος μεταξύ των χωρών –
μελών του ΟΟΣΑ. Σε
χειρότερη θέση είναι
μόνο το Μεξικό, η
Κολομβία και η Χιλή.
Το 2022,
η παραγωγικότητα της
εργασίας στην Ελλάδα
αυξήθηκε, αλλά συνολικά
την περίοδο 2015-2022
παρουσιάζει ελαφρά
μείωση (βρίσκεται στο
99,76% του 2015).
Αντίθετα, οι χώρες του
ΟΟΣΑ συνολικά είναι
6,76% υψηλότερα από το
2015, της Ε.Ε. κατά
4,68%.
Το
όφελος στους μισθούς
Πηγαίνοντας πίσω χρονικά
ώστε να συμπεριληφθεί
και η περίοδος της
κρίσης, το ΚΕΠΕ
παρουσίασε στο πρόσφατο
δελτίο «Οικονομικές
Εξελίξεις» (Οκτώβριος
2024) στοιχεία
σύμφωνα με τα οποία η
μέση ετήσια
παραγωγικότητα του
επιχειρηματικού τομέα
την περίοδο 2009-2023
στην Ελλάδα ήταν ελαφρώς
αρνητική, κάτι που την
κατατάσσει στην τρίτη
χειρότερη θέση στην Ε.Ε.
για τη συγκεκριμένη
περίοδο, μετά το
Λουξεμβούργο και την
Αυστρία, που είχαν
επίσης αρνητικές
επιδόσεις.
Οπως
αναφέρει ο συγγραφέας
της μελέτης Βλάσης
Μισσός, «το διαχρονικό
επίπεδο μεταβολής της
παραγωγικότητας στην
Ελλάδα είναι ουσιαστικά
μηδενικό, καλύπτοντας
μια μακρά περίοδο κατά
την οποία οι επιπτώσεις
της κρίσης δεν έχουν
ακόμη εξασθενήσει».
Η Ελλάδα
παρουσιάζει τη δεύτερη
μεγαλύτερη μέση αύξηση
παραγωγικότητας στην
Ε.Ε. την περίοδο
2009-2023,
Εφόσον
αυτοί οι χαμηλοί ρυθμοί
βελτίωσης της
παραγωγικότητας
συνεχιστούν, το όφελος
για τους μισθούς
εξαιτίας του
συνυπολογισμού της
παραγωγικότητας δεν θα
είναι κάτι το ιδιαίτερα
σημαντικό. Υπάρχει
πάντως και μια κατηγορία
επιχειρήσεων, οι πολύ
μικρές, που απασχολούν
έως εννέα άτομα, στις
οποίες η Ελλάδα
παρουσιάζει τη δεύτερη
μεγαλύτερη μέση αύξηση
παραγωγικότητας στην
Ε.Ε. την περίοδο
2009-2023, σύμφωνα με τα
στοιχεία που
παρουσιάζονται στην
ανάλυση του ΚΕΠΕ.
Στην
πρώτη θέση βρίσκεται η
Λιθουανία. Αντιθέτως,
στις μικρές και στις
μεσαίες επιχειρήσεις η
Ελλάδα καταλαμβάνει την
τελευταία θέση, με
αρνητική μέση μεταβολή
παραγωγικότητας την ίδια
περίοδο, και στις
μεγάλες επιχειρήσεις
βρίσκεται στην τέταρτη
θέση από το τέλος, με
ελάχιστα θετική μεταβολή
παραγωγικότητας.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|