Το
ζητούμενο οι τράπεζες να
ξεφορτωθούν τα ακίνητα
που διαθέτουν, μαζί με
το ζητούμενο να δώσουν
περισσότερα στεγαστικά
δάνεια, έθεσε ο
πρωθυπουργός Κυριάκος
Μητσοτάκης, μιλώντας
στην εκδήλωση που
πραγματοποίησε αυτήν την
εβδομάδα στην Αθήνα το
Bloomberg.
Το
έλλειμμα της προσφοράς
οικιστικών ακινήτων
ανέδειξε η απορρόφηση
του προγράμματος «Σπίτι
μου», όπου παρά τη
μεγάλη ζήτηση και την
υψηλή εγκρισιμότητα
αιτήσεων από τις
τράπεζες, τελικά οι
εκταμιεύσεις δεν κάλυψαν
το σύνολο του
προϋπολογισμού του
προγράμματος, επειδή οι
ενδιαφερόμενοι δεν
βρήκαν το σπίτι για το
οποίο θα
δανειοδοτούνταν. Το ίδιο
προεξοφλούν οι τράπεζες
ότι θα συμβεί και με το
«Σπίτι μου 2» που θα
ενεργοποιηθεί στις αρχές
του 2025 .
Η
αναντιστοιχία προσφοράς
και ζήτησης οικιστικών
ακινήτων, σε συνδυασμό
με τις υψηλές τιμές που
δυσχεραίνουν την
απόκτηση στέγης, έχει
αποτυπωθεί και σε
μελέτες των τραπεζών. Το
θέμα της απαλλαγής των
ισολογισμών τους από τα
χιλιάδες ακίνητα
απασχολεί και τις ίδιες
τις τράπεζες και συνιστά
δέσμευσή τους έναντι του
SSM. Άλλωστε, οι
τράπεζες δεν είναι
μεσίτες, ούτε έχουν
συμφέρον να διακρατούν
ακίνητα, επωμιζόμενες
και τα σχετικά
διαχειριστικά κόστη που
δεν είναι ευκαταφρόνητα.
Αδύνατη η απόκτηση
ακινήτου μέσω
πλειστηριασμού χωρίς
μετρητά
Η ιδέα
οι τράπεζες να
δανειοδοτούν τρίτους που
θέλουν να αποκτήσουν
ακίνητα από
πλειστηριασμούς,
προκειμένου τα ακίνητα
αυτά να μην καταλήγουν
στις ίδιες τις τράπεζες,
δεν έχει περπατήσει
(σ.σ. μία τράπεζα έχει
λανσάρει σχετικό προϊόν,
αλλά με χαμηλή
ανταπόκριση). Και αυτό
λόγω της δικαστικής
διαδικασίας. Ο
πλειστηριασμός ακινήτου
μπορεί να γίνει μετά από
7 μήνες από την
κατάσχεση (στην πράξη,
συνήθως 8 μήνες) και
στον ενδιάμεσο χρόνο το
σύνηθες είναι ο
οφειλέτης να ασκεί
ανακοπή κατά της
διαδικασίας, ώστε να
αποφύγει τον
πλειστηριασμό. Έτσι,
κάποιος τρίτος που θα
δανειοδοτηθεί για να
συμμετάσχει στον
πλειστηριασμό, δεν
γνωρίζει αν θα αποκτήσει
τελικά το ακίνητο και
για να το πάρει θα
πρέπει να κάνει άλλη
διαδικασία εκτέλεσης.
Ακόμη
και στην περίπτωση που η
διαδικασία κυλήσει
εξαρχής χωρίς ανακοπή
από τον οφειλέτη, από
την στιγμή που
κατακυρωθεί το ακίνητο
σε τρίτον στον
πλειστηριασμό, αυτός
έχει περιθώριο 10 ημερών
για να καταβάλει το
τίμημα. Τη στιγμή που η
εκταμίευση ενός
στεγαστικού δανείου
απαιτεί 5 – 6 μήνες,
είναι προφανές ότι
ακίνητο μέσω
πλειστηριασμού μπορεί να
αποκτήσει μόνο όποιος
έχει το τίμημα σε
μετρητά.
Τα πάνω κάτω στις
κατασκευές ακινήτων
Το έλλειμμα προσφοράς
οικιστικών ακινήτων έχει
ποσοτικοποιηθεί από την
Τράπεζα Πειραιώς σε άνω
των 200.000 ακίνητα.
Σύμφωνα με τους
υπολογισμούς μελέτης της
Τράπεζας, η
κατασκευαστική
δραστηριότητα έφτασε στο
απόγειό της το 2005 με
την έκδοση 66.000
οικοδομικών αδειών, οι
οποίες αντιστοιχούσαν σε
195.000 κατοικίες.
Έκτοτε η πτώση ήταν
συνεχής, με αποτέλεσμα
να οδηγηθούμε σε
ιστορικά χαμηλά επίπεδα
κατασκευαστικής
δραστηριότητας την
περίοδο 2012 και ύστερα,
με ετήσια έκδοση αδειών
που αντιστοιχεί σε
16.000 κατοικίες κατ’
έτος.
Μεταξύ
της απογραφής 2001-2011
καταγράφεται αύξηση του
αριθμού των κατοικιών
κατά 917.000, ενώ την
επόμενη δεκαετία
2012-2022 η μελέτη
υπολογίζει ότι
προστέθηκαν μόνο 155.000
ακίνητα. Ταυτόχρονα, από
την πλευρά της ζήτησης,
την περίοδο 2001-2011
καταγράφεται αύξηση του
αριθμού των νοικοκυριών
κατά 582.000, ενώ από το
2012 έως το 2022 η
Τράπεζα υπολογίζει τη
δημιουργία μόνο 197.000
νοικοκυριών.
Επιπρόσθετα, επισημαίνει
την αύξηση της ζήτησης
κατοικιών λόγω
βραχυχρόνιας μίσθωσης τα
τελευταία χρόνια. Η
ζήτηση αυτή, η οποία δρα
προσθετικά στη ζήτηση
για στέγαση στα εγχώρια
νοικοκυριά, ανέρχεται
πλέον σε 170.000
κατοικίες.
Η
ανισορροπία που
εντοπίζει η μελέτη της
Τράπεζας Πειραιώς δεν
είναι παρά προϊόν της
απόστασης ανάμεσα στις
155.000 νέες κατοικίες
που υπολογίζει ότι
κατασκευάστηκαν τα
τελευταία 10 χρόνια και
της συνολικής ζήτησης
για 367.000 νέες
κατοικίες (197.000 νέα
νοικοκυριά συν 170.000
βραχυχρόνιες μισθώσεις).
Αυτό το έλλειμμα
προσφοράς έναντι ζήτησης
κατά περίπου 212.000
κατοικίες είναι που έχει
δημιουργήσει μια
συσσωρευτική αποτίμηση
των τιμών κατοικιών 14%
πέρα και πάνω από την
αύξηση που δικαιολογεί
το επίπεδο ανάπτυξης των
εισοδημάτων, συμπεραίνει
η μελέτη.
Πηγή:
The Power Game
|