Από την
αρχή του 2024 οι
τέσσερις συστημικές
ελληνικές τράπεζες έχουν
εκδώσει ομόλογα υψηλής
εξοφλητικής
προτεραιότητας (senior
preferred) συνολικού
ποσού 5 δισ. ευρώ και
χαμηλής εξοφλητικής
προτεραιότητας
(subordinated bonds)
ύψους 2,7 δισ. ευρώ. Οι
εκδόσεις αυτές έρχονται
να προστεθούν σε
εκδόσεις συνολικού ύψους
περίπου 13 δισ. ευρώ από
το 2018, ανεβάζοντας την
εκδοτική δραστηριότητα
στα 20,7 δισ. ευρώ. Το
κόστος έκδοσης ομολόγων
το 2024 υπήρξε
χαμηλότερο σε σχέση με
αντίστοιχες εκδόσεις τα
προηγούμενα έτη,
αντανακλώντας, εκτός από
τη μείωση των αποδόσεων
στην ευρωπαϊκή αγορά
τραπεζικών ομολόγων, τις
πρόσφατες αναβαθμίσεις
στην πιστοληπτική
αξιολόγηση των ελληνικών
τραπεζών, σε συνέχεια
της αναβάθμισης του
ελληνικού Δημοσίου στην
επενδυτική κατηγορία το
προηγούμενο έτος, αλλά
και της βελτίωσης στα
θεμελιώδη μεγέθη των
τραπεζών. Η μεσοσταθμική
απόδοση για τις εκδόσεις
το 2024 έχει υποχωρήσει
σημαντικά και
συγκεκριμένα στο 4,3%
για τα ομόλογα υψηλής
εξοφλητικής
προτεραιότητας και στο
6,2% για τους τίτλους
χαμηλής εξοφλητικής
προτεραιότητας, δηλαδή
240 μονάδες βάσης
περίπου και 350 μονάδες
βάσης χαμηλότερα από τα
ομόλογα αντίστοιχης
εξοφλητικής
προτεραιότητας το
προηγούμενο έτος.
Καθώς οι
αξιολογήσεις των
ελληνικών τραπεζών από
τους οίκους βρίσκονται
πλέον στον προθάλαμο της
επενδυτικής κατηγορίας,
με θετικές προοπτικές, η
τάση μείωσης των
αποδόσεων των τραπεζικών
ομολόγων αναμένεται να
συνεχιστεί, αποφέροντας,
σύμφωνα με την ΤΤΕ,
σημαντικά οικονομικά
οφέλη από την ελάφρυνση
του κόστους
χρηματοδότησης, αλλά και
την αύξηση του
επενδυτικού
ενδιαφέροντος σε
συνθήκες σύγκλισης με τα
αντίστοιχα ευρωπαϊκά
ομόλογα. Συγκεκριμένα,
εκτιμάται ότι η αύξηση
κατά περίπου 1 βαθμίδα
από το τρέχον επίπεδο
αξιολόγησης θα επέφερε
μόνιμη μείωση κατά
περίπου 110 μονάδες
βάσης στο κόστος
δανεισμού των ελληνικών
τραπεζών. Οι ελληνικές
τράπεζες, σημειώνει η
ΤΤΕ, καλούνται να
συνεχίσουν την
προσπάθεια εξυγίανσης
του ενεργητικού τους και
βελτίωσης των
κεφαλαιακών τους
δεικτών, ώστε να
συγκλίνουν περαιτέρω
προς τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο, εκκινώντας όμως από
υψηλότερη βάση σε ό,τι
αφορά τον δείκτη μη
εξυπηρετούμενων δανείων.
Η
διαφορά στην αξιολόγηση
των ελληνικών τραπεζών
από την πιστοληπτική
αξιολόγηση της χώρας
έχει περιοριστεί στη 1,5
βαθμίδα περίπου, καθώς
οι αξιολογήσεις από τους
μεγάλους οίκους
αξιολόγησης (S&P και
Fitch) τοποθετούν μία ή
δύο βαθμίδες κάτω από
την επενδυτική
κατηγορία, με θετικές
προοπτικές. Η θετική
αυτή εξέλιξη
αποτυπώνεται στη μείωση
του επιπέδου πιστωτικού
κινδύνου για τα ελληνικά
τραπεζικά ομόλογα, με
τις αποδόσεις στην
έκδοση να έχουν
προσεγγίσει τους δείκτες
αποδόσεων ευρωπαϊκών
τραπεζικών ομολόγων
επενδυτικής κατηγορίας,
επιφέροντας σημαντικά
οφέλη για τις τράπεζες
στο πλαίσιο και του
στόχου κάλυψης των
κεφαλαιακών απαιτήσεων
(MREL).
Συγκεκριμένα, ο οίκος
S&P αναβάθμισε τον
Ιούλιο το αξιόχρεο των
ελληνικών συστημικών
τραπεζών κατά μία
βαθμίδα, διατηρώντας τις
προοπτικές θετικές. Η
S&P βαθμολογεί την
Alpha, την Eurobank και
την Εθνική με BB+ (μία
βαθμίδα κάτω από την
επενδυτική) και την
Τράπεζα Πειραιώς με BB,
μια βαθμίδα δηλαδή πιο
κάτω. Στη συνέχεια, ο
οίκος Moody’s αναβάθμισε
την αξιολόγηση των
καταθέσεων και του
μακροχρόνιου χρέους
υψηλής εξασφάλισης για
τις τέσσερις συστημικές
τράπεζες εντός της
επενδυτικής κατηγορίας
και έτσι Eurobank και
Εθνική Τράπεζα
βρίσκονται στην
επενδυτική κατηγορία
Baa2, ενώ Alpha Bank και
Τράπεζα Πειραιώς στην
κατηγορία Baa3.
Ακολούθησε τον
Σεπτέμβριο η αναβάθμιση
του αξιόχρεου των
συστημικών τραπεζών κατά
μία βαθμίδα, με θετικές
προοπτικές από τον οίκο
Fitch, βαθμολογώντας με
ΒΒ+ την Eurobank και την
Εθνική Τράπεζα (μία
βαθμίδα κάτω από την
επενδυτική), ενώ η Alpha
Bank και η Τράπεζα
Πειραιώς είναι στο BB,
ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα
από τις πρώτες. Τέλος
στην επενδυτική
κατηγορία με βαθμολογία
BBB low έχει αναβαθμίσει
την Εθνική Τράπεζα και
την Eurobank η DBRS, ενώ
μία βαθμίδα κάτω από την
επενδυτική κατηγορία
βρίσκεται η Τράπεζα
Πειραιώς – η Alpha Bank
δεν παρακολουθείται από
την DBRS.
Πηγή:
Money Review
|