Το
στίγμα των προθέσεων των
συστημικών ομίλων έδωσε
προ λίγων ημερών ο CEO
της Πειραιώς Χρήστος
Μεγάλου, ο οποίος
προανήγγειλε εκπλήξεις
στο προϊόντικό της
χαρτοφυλάκιο από την
επόμενη χρονιά.
Πρόκειται για μία
κατηγορία χορηγήσεων που
εξακολουθεί να κινείται
με αρνητικό πρόσημο,
μιας και οι αποπληρωμές
από το υφιστάμενο
απόθεμα δανείων
υπερβαίνουν κάθε χρόνο
τις νέες εκταμιεύσεις,
από το 2009 ως και
σήμερα.
Οι
τράπεζες και τα
στεγαστικά δάνεια
Συγκεκριμένα, ετησίως
αποπληρώνονται περίπου 2
δισ. ευρώ κεφαλαίου,
κυρίως από
χρηματοδοτήσεις της
πρώτης δεκαετίας μετά
την είσοδο στο ευρώ,
κατά τη διάρκεια της
οποίας ο τομέας γνώρισε
μεγάλη άνθηση.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι την
5ετία 2004 – 2008 οι
τράπεζες εκταμίευσαν
στεγαστικά δάνεια
συνολικού ύψους περί τα
65 δισ. ευρώ.
Παρότι
ένα μεγάλο μέρος τους
αποενοποιήθηκε κατά τη
διαδικασία εξυγίανσης
των ισολογισμών τους, ο
όγκος των συγκεκριμένων
ανοιγμάτων παραμένει
μεγάλος, ξεπερνώντας
αυτήν τη στιγμή τα 30
δισ. ευρώ.
Πέρυσι η
αξία των αγοραπωλησιών
υπερέβη τα 7 δισ. ευρώ
και μόλις το 20% περίπου
των τιμημάτων καλύφθηκε
από δάνεια
Η αξία
των αγοραπωλησιών στην
κτηματαγοράς υπερέβη τα
7 δισ. ευρώ πέρυσι και
μόλις το 20% περίπου των
τιμημάτων καλύφθηκε από
δάνεια
Ως εκ
τούτου για να συμβάλουν
και τα στεγαστικά δάνεια
στην μεγέθυνση του
τραπεζικού ενεργητικού,
η οποία στηρίζεται
σχεδόν αποκλειστικά στην
επιχειρηματική πίστη, θα
πρέπει οι νέες
χορηγήσεις να
διαμορφωθούν σε
υψηλότερα.
Το 2023
έφτασαν τα 1,2 δισ.
ευρώ, ενώ εφέτος η
χρονιά εκτιμάται ότι θα
κλείσει για τις νέες
εργασίες στην περιοχή
των 1,4 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μεγέθη που
δεν συνάδουν με την
πορεία των μεταβιβάσεων
στην κτηματαγορά, οι
οποίες έχουν αυξηθεί
σημαντικά τα τελευταία
χρόνια.
Είναι
χαρακτηριστικό πως
πέρυσι η αξία των
αγοραπωλησιών υπερέβη τα
7 δισ. ευρώ και μόλις το
20% περίπου των
τιμημάτων καλύφθηκε από
δάνεια.
Οι νέοι
στόχοι
Για το
2025 οι διοικήσεις των
πιστωτικών ιδρυμάτων
έχουν θέσει φιλόδοξους
στόχους, επιχειρώντας να
κλείσουν το κενό μεταξύ
παλαιών αποπληρωμών και
νέων δανειοδοτήσεων.
Στους
προϋπολογισμούς που
καταρτίζουν αυτήν την
περίοδο για τη νέα
χρονιά, προσβλέπουν σε
εκταμιεύσεις που θα
προσεγγίσουν τα 2 δισ.
ευρώ.
«Οι
προοπτικές της επόμενης
διετίας είναι θετικές.
Κατ΄ αρχήν, η
αποκλιμάκωση του κόστους
χρήματος στη ζώνη του
ευρώ, θα επιτρέψει το
λανσάρισμα πιο
προνομιακών προϊόντων,
με χαμηλότερα επιτόκια,
κυμαινόμενα και
σταθερά», σημειώνει
επικεφαλής στεγαστικής
πίστης συστημικού
ομίλου.
Το
γεγονός αυτό, προσθέτει,
«εκτιμάται ότι θα
αυξήσει τη ζήτηση για
δανεισμό από ιδιώτες που
σήμερα κατοικούν σε
μισθωμένο ακίνητο, καθώς
οι μηνιαίες δόσεις θα
μειωθούν σημαντικά,
κινούμενες σε επίπεδα
πολύ κοντά ή και
χαμηλότερα από τα
ενοίκια».
Επιπλέον, η μείωση των
επιτοκίων στα προϊόντα
σταθερού εισοδήματος
αναμένεται να στρέψει
όσους έχουν
αποταμιεύσεις στην
αναζήτηση εναλλακτικών
τρόπων αξιοποίησής τους.
Στο
πλαίσιο αυτό, τα ακίνητα
θα αποτελέσουν μία
αποδοτική επιλογή.
«Κάποιος που έχει στην
άκρη 50.000 – 100.000
ευρώ, μπορεί μέσω
τραπεζικής
χρηματοδότησης να
αποκτήσει μία κατοικία
πολλαπλάσια αξίας, μιας
και το ελάχιστο ποσοστό
της ιδίας συμμετοχής για
την αγορά της μπορεί να
πέσει έως και το 20%».
Το Σπίτι
μου ΙΙ
Ώθηση
στις εργασίες των
τραπεζών θα δώσει και η
νέα κρατική δράση «Σπίτι
Μου», μέσω της οποίας οι
δικαιούχοι θα μπορούν να
εξασφαλίσουν άτοκο κατά
50% δάνειο.
Σε
αντίθεση με τον πρώτο
κύκλο του συγκεκριμένου
προγράμματος, όπου το
75% των χρημάτων
προέρχονταν από το
δημόσιο, στον επόμενο
που θα ανοίξει στις
αρχές του 2025, οι
τράπεζες θα χορηγούν το
μισό ποσό σε κάθε
δάνειο.
Εκτός
όμως από τη
χρηματοδότηση της αγοράς
κατοικιών, τα πιστωτικά
ιδρύματα θα επιχειρήσουν
να διευρύνουν τις
εργασίες τους και στην
αγορά των ενεργειακών
αναβαθμίσεων
Άρα από
το συνολικό
προϋπολογισμό των 2 δισ.
ευρώ, τα 1 δισ. ευρώ θα
εκταμιευτούν από τα
πιστωτικά ιδρύματα,
συμβάλλοντας καθοριστικά
στην ενίσχυση των
εργασιών τους.
Tο
μεγαλύτερο στοκ των
ακινήτων στην Ελλάδα
έχει κατασκευαστεί
τουλάχιστον 20 χρόνια
νωρίτερα
Εκτός
όμως από τη
χρηματοδότηση της αγοράς
κατοικιών, τα πιστωτικά
ιδρύματα θα επιχειρήσουν
να διευρύνουν τις
εργασίες τους και στην
αγορά των ενεργειακών
αναβαθμίσεων.
Κι αυτό
διότι οι ανάγκες για
τέτοιες δράσεις είναι
σήμερα αυξημένες, μιας
και το μεγαλύτερο στοκ
των ακινήτων στην Ελλάδα
έχει κατασκευαστεί
τουλάχιστον 20 χρόνια
νωρίτερα.
Στο
πλαίσιο αυτό, με πολύ
χαμηλά επιτόκια θα
χρηματοδοτούν τις
σχετικές δαπάνες.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|