Οι
τάσεις αυτές θα
συνεχιστούν στο πρώτο
μισό του 2025, με τους
οικονομολόγους να
αναμένουν συνεχείς
περικοπές στους
παρεμβατικούς δείκτες
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕΚΤ). Ως
αποτέλεσμα το καθαρό
εισόδημα από τόκους θα
πιεστεί.
Τα
επιχειρησιακά πλάνα στις
τράπεζες
Οι
διοικήσεις των
συστημικών ομίλων
έκλεισαν τις
προηγούμενες ημέρες τον
προϋπολογισμό του 2025,
ενώ τον ερχόμενο
Φεβρουάριο θα
παρουσιάσουν νέα
τριετή business plans στην
επενδυτική κοινότητα.
Στόχο
τους αποτελεί η
διατήρηση της καθαρής
κερδοφορίας κοντά στα
υψηλά της εφετινής
χρήσης.
Αυτό
όμως προϋποθέτει την
αναπλήρωση των χαμένων
εσόδων από το τρέχον
δανειακό χαρτοφυλάκιο με
ποικίλους τρόπους.
Οι
βασικοί άξονες των
τραπεζικών σχεδίων
προβλέπουν τα εξής:
1.
Επιτάχυνση πιστωτικής
επέκτασης
Οι
τράπεζες αναμένουν
ενίσχυση του ρυθμού
μεγέθυνσης του
ενεργητικού τους μέσω
νέων χορηγήσεων.
Σύμφωνα
με την Τράπεζα της
Ελλάδος, εφόσον ο ρυθμός
ανόδου του ΑΕΠ
επιταχυνθεί και οι πόροι
από το Μηχανισμό
Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας (RRF) και
άλλα προγράμματα του
Ομίλου της Ευρωπαϊκής
Τράπεζας Επενδύσεων
(ΕΤΕπ) και της Ελληνικής
Αναπτυξιακής Τράπεζας
(ΕΑΤ) εξακολουθήσουν να
ενθαρρύνουν τα εγχώρια
πιστωτικά ιδρύματα να
αυξήσουν τις χορηγήσεις
τους, και μάλιστα σε μια
περίοδο που το γενικό
επίπεδο των επιτοκίων θα
υποχωρεί, ο ρυθμός
πιστωτικής επέκτασης
προς τις μη
χρηματοπιστωτικές
επιχειρήσεις θα
διατηρηθεί στα σημερινά
σχετικώς υψηλά επίπεδα
κατά το 2025 ή και θα
επιταχυνθεί.
Για τα
δάνεια λιανικής, η
κεντρική τράπεζα στην
ενδιάμεση έκθεσή της για
τη Νομισματική Πολιτική
κάνει αναφορά στο
στεγαστικό πρόγραμμα
«Σπίτι μου ΙΙ», με
συνολικό προϋπολογισμό 2
δισ. ευρώ, εκ των οποίων
δανειακά κεφάλαια 1 δισ.
ευρώ θα προέλθουν από
το RRF και 1 δισ. ευρώ
από τις τράπεζες.
2. Αύξηση εσόδων από
προμήθειες
Οι
τράπεζες στοχεύουν σε
αύξηση των εσόδων από μη
τοκοφόρες εργασίες και
θα δώσουν ιδιαίτερη
έμφαση στους τομείς
του asset management και
του bancassurance.
Το 2024
αποδείχθηκε εξαιρετικά
θετικό για τις πωλήσεις
νέων προϊόντων και
υπάρχει η προσδοκία ότι
θα ενισχυθούν περαιτέρω
την ερχόμενη χρονιά,
λόγω και της υποχώρησης
των αποδόσεων στα
προϊόντα σταθερού
εισοδήματος.
3.
Χαμηλότερο κόστος
Τα
τριετή πλάνα των
τραπεζών θα προβλέπουν
μείωση του κόστους
χρηματοδότησης, τόσο
λόγω της υποχώρησης των
επιτοκίων, όσο και λόγω
της επιστροφής τους στην
επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα
με την Τράπεζα της
Ελλάδος, τα εγχώρια
πιστωτικά ιδρύματα από
το 2018 έχουν αυξήσει
την παρουσία τους στην
πρωτογενή αγορά
ομολόγων, αντλώντας
συνολικά 20,7 δισ. ευρώ
μέσω τίτλων υψηλής
εξοφλητικής
προτεραιότητας
(senior bonds) και
χαμηλής εξοφλητικής
προτεραιότητας
(subordinated bonds).
Οι
διαδοχικές βελτιώσεις
στην πιστοληπτική τους
αξιολόγηση παρείχαν
στήριξη στην αξιολόγηση
των ομολόγων τους, συχνά
με ίδιου μεγέθους
αναβαθμίσεις.
Ως
αποτέλεσμα, τα ελληνικά
τραπεζικά ομόλογα υψηλής
εξοφλητικής
προτεραιότητας έχουν
αξιολόγηση ίδια περίπου
με αυτή των εκδοτών
τους, ενώ αυτά της
χαμηλής εξοφλητικής
προτεραιότητας
αξιολογούνται
χαμηλότερα.
Κατά την
εγχώρια νομισματική
αρχή, οι αναβαθμίσεις
των ομολόγων με τη σειρά
τους συνεπάγονται
ελάφρυνση του κόστους
έκδοσης στην πρωτογενή
αγορά ομολόγων, με
θετικές συνέπειες στα
χρηματοοικονομικά
αποτελέσματα των
τραπεζών.
Η
προσέγγιση των
ευρωπαϊκών αποδόσεων
Όπως
επισημαίνει στην
τελευταία της έκθεση, οι
αποδόσεις στην έκδοση
ομολόγων, ιδίως υψηλής
εξοφλητικής
προτεραιότητας, έχουν
προσεγγίσει σταδιακά
τους δείκτες αποδόσεων
των ευρωπαϊκών τραπεζών
με διαβάθμιση στην
επενδυτική κατηγορία.
Κι αυτό
παρά τις αυξητικές
πιέσεις που
παρατηρούνται ευρύτερα
στις αποδόσεις των
ομολογιακών τίτλων στην
Ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα
και της αυστηροποίησης
των διεθνών νομισματικών
και χρηματοπιστωτικών
συνθηκών.
Εν
κατακλείδι, η Τράπεζα
της Ελλάδος εκτιμά πως η
αύξηση κατά περίπου 1
βαθμίδα από το τρέχον
επίπεδο αξιολόγησης θα
επέφερε μόνιμη μείωση
κατά περίπου 110 μονάδες
βάσης στο κόστος
δανεισμού των ελληνικών
τραπεζών.
|