Πρόκειται για μία
επίδοση που δημιουργεί
αισιοδοξία στους
αναλυτές ότι η εφετινή
χρήση θα κλείσει με
καθαρό αποτέλεσμα ρεκόρ,
το οποίο θα κινηθεί προς
τη ζώνη των 4,5 δισ.
ευρώ έναντι 3,6 δισ.
ευρώ το 2023.
Oι
τράπεζες πέτυχαν
υψηλότερο του
αναμενόμενου ρυθμό
αύξησης του αποθέματος
των εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων κόντρα στο
περιβάλλον υψηλών
επιτοκίων, που πάντοτε
οδηγεί σε περιορισμό της
ζήτησης για
χρηματοδοτήσεις
Προς
αυτήν την κατεύθυνση
συνέβαλε καθοριστικά η
βελτίωση της οργανικής
κερδοφορίας.
Αναμφίβολα καταλύτης για
την άνοδο των σχετικών
μεγεθών αποτέλεσε για
δεύτερη συνεχή χρονιά η
αυστηροποίηση της
νομισματικής πολιτικής
από την ΕΚΤ, που
κορυφώθηκε τον περυσινό
Σεπτέμβριο, ενώ η
χαλάρωσή της ξεκίνησε
μόλις τον εφετινό
Ιούνιο.
Ταυτόχρονα όμως οι
τράπεζες πέτυχαν
υψηλότερο του
αναμενόμενου ρυθμό
αύξησης του αποθέματος
των εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων κόντρα στο
περιβάλλον υψηλών
επιτοκίων, που πάντοτε
οδηγεί σε περιορισμό της
ζήτησης για
χρηματοδοτήσεις.
Ρόλο για
την ενίσχυση των μεγεθών
έπαιξε τέλος και η
ενίσχυση των μη
τοκοφόρων εργασιών, με
τις πωλήσεις επενδυτικών
και ασφαλιστικών
προϊόντων να σημειώνουν
σημαντική άνοδο.
Τράπεζες: Οι επιδόσεις
9μήνου
Ως
αποτέλεσμα των ανωτέρων,
τα βασικά μεγέθη τους
στο εννεάμηνο του 2024
διαμορφώθηκαν ως εξής:
– Τα
καθαρά έσοδα τόκων
ανήλθαν σε 6,43 δισ.
ευρώ, υψηλότερα κατά 505
εκατ. ευρώ ή 8,5% σε
σχέση με την ίδια
περίοδο του 2023.
Μπορεί
οι διατραπεζικοί δείκτες
euribor να ξεκίνησαν την
καθοδική τους πορεία από
την περασμένη άνοιξη,
προεξοφλώντας την
εκκίνηση της διαδικασίας
χαλάρωσης της
νομισματικής πολιτικής,
ωστόσο παρέμειναν σε
υψηλότερα επίπεδα σε
σύγκριση με πέρυσι.
Ως
αποτέλεσμα, τα έντοκα
έσοδα από το υφιστάμενο
δανειακό χαρτοφυλάκιο,
που αποτελείται κατά 90%
από προγράμματα
κυμαινόμενου επιτοκίου,
διατηρήθηκαν πιο πάνω
από το 2023.
Επιπλέον, οι τράπεζες
ανέπτυξαν με επιτυχία
την παραγωγή νέων
δανείων στην
επιχειρηματική πίστη,
εξέλιξη που συνέβαλε στη
βελτίωση του επιτοκιακού
τους εισοδήματος.
– Τα
καθαρά έσοδα από αμοιβές
και προμήθειες ανήλθαν
σε 1,55 δισ. ευρώ, που
αποτελεί ιστορικό υψηλό
για τους τέσσερις
μεγάλους του κλάδου.
Η άνοδος
σε σχέση με το εννεάμηνο
του 2023 έφτασε τα 195
εκατ. ευρώ ή 14,5% και
προήλθε κατά βάση από
τις αυξημένες πωλήσεις
αμοιβαίων κεφαλαίων και
τραπεζοασφαλιστικών
προγραμμάτων.
Επίσης,
συμβολή είχαν η
μεγαλύτερη του
αναμενόμενου πιστωτική
επέκταση και η
αυξανόμενη χρήση των
υπηρεσιών ηλεκτρονικής
τραπεζικής για εμβάσματα
και πληρωμές οφειλών.
Αθροιστικά, τα καθαρά
έσοδα από τόκους και
προμήθειες έφτασαν τα
7,98 δισ. ευρώ κατά την
περίοδο Ιανουαρίου –
Σεπτεμβρίου 2024,
καταγράφοντας άνοδο 10%
περίπου ή 700 εκατ. ευρώ
σε ετήσια βάση.
Με
δεδομένο λοιπόν ότι το
κόστος λειτουργίας
παρέμεινε σταθερό ή
αυξήθηκε σε μικρό βαθμό,
οι τράπεζες πέτυχαν
σημαντική ενίσχυση της
καθαρής τους
κερδοφορίας.
Δεν
είναι τυχαίο το γεγονός
ότι η άνοδος των
οργανικών εσόδων ανήλθε
στο εννεάμηνο σε ίδια
περίπου επίπεδα με την
ενίσχυση του καθαρού
αποτελέσματος.
Η
επόμενη ημέρα
Στο νέο
νομισματικό περιβάλλον
που ξημερώνει στην
ευρωζώνη, οι προκλήσεις
για τις τράπεζες
αλλάζουν.
Στόχος
των διοικήσεών τους
είναι να κρατήσουν τα
καθαρά κέρδη τουλάχιστον
στην περιοχή των 4 δισ.
ευρώ ετησίως και η
ετήσια διανομή τους να
φτάσει στο 50% ή
υψηλότερα κατά την
περίοδο 2025-2027.
Για να
καταστεί επιτυχές το
πλάνο τους ωστόσο, θα
απαιτηθούν προσπάθειες
προς την κατεύθυνση
περαιτέρω μεγέθυνσης του
ενεργητικού και
ανάπτυξης των μη
τοκοφόρων εργασιών.
Αυτό
σημαίνει ότι η πιστωτική
επέκταση θα πρέπει να
ανεβάσει ρυθμούς,
βάζοντας στο παιχνίδι
των χορηγήσεων και το
retail που συνεχίζει να
κινείται με αρνητικό
πρόσημο, και από την
άλλη να ενισχυθούν τα
έσοδα από προμήθειες
μέσω διάθεσης μη
δανειακών προϊόντων και
υπηρεσιών.
Οι CEO
των τεσσάρων συστημικών
ομίλων στις παρουσιάσεις
προς τους αναλυτές για
τα αποτελέσματα του γ’
τριμήνου 2024 την
περασμένη εβδομάδα
δημοσιοποίησαν τον οδικό
χάρτη πλήρους απόσβεσης
του αναβαλλόμενου φόρου,
που αξιολογείται από τον
SSM ως πηγή κινδύνου για
το ενεργητικό τους, όταν
γίνονται συζητήσεις για
το μέρισμα.
Με την
πρόβλεψη ωστόσο για
μηδενισμό του πριν από
τα μέσα της επόμενης
δεκαετίας, ανοίγει ο
δρόμος για ανταμοιβή των
μετόχων, ανάλογη του
ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|