Δείκτες
Οικονομικής Αδυναμίας
στην Ευρωζώνη
Την
προηγούμενη εβδομάδα
εμφανίστηκαν περισσότερα
σημάδια οικονομικής
αδυναμίας για την
ευρωζώνη. Οι δείκτες PMI
(Δείκτες Υπευθύνων
Προμηθειών) για τον
Δεκέμβριο σημείωσαν
ελαφρώς καλύτερα
αποτελέσματα από τις
προσδοκίες, αλλά
εξακολουθούν να
καταδεικνύουν συρρίκνωση
της οικονομίας. Ο
μεταποιητικός τομέας
παραμένει υπό έντονη
πίεση. Παράλληλα,
απογοητευτικά ήταν και
τα στοιχεία από την
Κίνα. Η οικονομική
δραστηριότητα και οι
δαπάνες του Νοεμβρίου
δείχνουν ότι η κινεζική
οικονομία επιβραδύνθηκε,
παρά τα θετικά
αποτελέσματα από την
πρόσφατη χαλάρωση της
πολιτικής. Αυτή η
επιβράδυνση αποτελεί
αρνητική εξέλιξη τόσο
για την παγκόσμια
οικονομία όσο και για
την ευρωζώνη, λόγω της
υψηλής έκθεσης της
τελευταίας στην κινεζική
αγορά.
Πίεση
στις Αγορές και το Ευρώ
Η
οικονομική αδυναμία έχει
ασκήσει πίεση στις
χρηματοπιστωτικές αγορές
της ευρωζώνης, αλλά και
στην ισοτιμία του ευρώ
έναντι του δολαρίου.
Παραμένει ασαφές ποια
μέτρα θα μπορούσαν να
αντιστρέψουν την
αρνητική πορεία της
ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παρά τις ελπίδες για
έναν πιο ενεργό ρόλο της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας (ΕΚΤ), η
πρόεδρός της, Κριστίν
Λαγκάρντ, ξεκαθάρισε ότι
η βελτίωση της εγχώριας
ζήτησης και της
ανάπτυξης δεν εμπίπτει
στην κύρια αποστολή της
ΕΚΤ. Αντίθετα, τόνισε
ότι «όλοι πρέπει να
κάνουν τη δουλειά τους»,
υποδεικνύοντας ότι οι
εθνικές κυβερνήσεις
έχουν τον κεντρικό ρόλο
στην ανάκαμψη.
Δυσκολίες στις
Κυβερνήσεις της
Ευρωζώνης
Οι
κυβερνήσεις της
ευρωζώνης, ωστόσο,
φαίνονται είτε ανίκανες
είτε απρόθυμες να
αναλάβουν δράση. Στη
Γερμανία, η κυβέρνηση
έχασε την ψήφο
εμπιστοσύνης, και οι
νέες εκλογές που
προγραμματίζονται για
τον Φεβρουάριο μπορεί να
φέρουν μεγαλύτερη
σταθερότητα. Παρόλα
αυτά, η επόμενη
κυβέρνηση θα κληθεί να
αντιμετωπίσει τις ίδιες
προκλήσεις, όπως μια
στάσιμη οικονομία και
την ανάγκη για χαλάρωση
της δημοσιονομικής
πολιτικής. Παρόλο που η
χαλάρωση αυτή θεωρείται
απαραίτητη, οι όποιες
αλλαγές στον «κανόνα
φρένου χρέους» εκτιμάται
ότι θα είναι
περιορισμένες,
διατηρώντας την πολιτική
αυστηρή.
Παρά τη
δύσκολη οικονομική
κατάσταση, η γερμανική
χρηματιστηριακή αγορά
σημείωσε ισχυρά κέρδη
φέτος, με αποδόσεις άνω
του 20%, φτάνοντας στα
επίπεδα των παγκόσμιων
αγορών.
Στη
Γαλλία, αντίθετα, η
πολιτική αστάθεια
παραμένει έντονη. Ο
πρόεδρος Μακρόν διόρισε
τον Φρανσουά Μπαϊρού ως
τέταρτο πρωθυπουργό της
χρονιάς, αναθέτοντάς του
να σχηματίσει μια
λειτουργική κυβέρνηση. Η
προηγούμενη κυβέρνηση
έπεσε μετά την αποτυχία
έγκρισης ενός
προϋπολογισμού με
περικοπές ελλείμματος.
Παρά τις ελπίδες για
σταθερότητα, οι
ανησυχίες για τη
βιωσιμότητα του γαλλικού
δημόσιου χρέους έχουν
αυξηθεί, ενώ το
δημοσιονομικό έλλειμμα
φέτος αναμένεται να
είναι υψηλότερο από το
προβλεπόμενο. Αυτό έχει
προκαλέσει πιέσεις στα
γαλλικά κρατικά ομόλογα
και οδήγησε στη μείωση
της πιστοληπτικής
αξιολόγησης από τον
Moody’s. Η πολιτική και
οικονομική αβεβαιότητα
έχει επίσης επηρεάσει
αρνητικά τις γαλλικές
μετοχές, οι οποίες
σημείωσαν μόλις 3% κέρδη
φέτος.
Προοπτικές για την
Ευρωζώνη και τις
Διεθνείς Αγορές
Η
Capital Economics
παραμένει απαισιόδοξη
για τις οικονομικές και
χρηματοπιστωτικές
προοπτικές της
ευρωζώνης. Αν και
αναμένεται η ΕΚΤ να
εφαρμόσει περαιτέρω
χαλάρωση, αυτό εκτιμάται
ότι θα συμβεί επειδή η
οικονομική δραστηριότητα
θα παραμείνει ασθενής.
Επιπλέον, ακόμη και αν η
επόμενη γαλλική
κυβέρνηση εγκρίνει έναν
προϋπολογισμό, είναι
απίθανο να φέρει μια
βιώσιμη ανάκαμψη.
Παράλληλα, η εκτίμηση
ότι ο πρώην πρόεδρος των
ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ,
μπορεί να επιβάλει
καθολικούς δασμούς
αυξάνει τους κινδύνους
για τις μετοχές στην
ευρωζώνη και γενικά για
όλες τις αγορές εκτός
των ΗΠΑ. Ο οίκος είναι
επιφυλακτικός για την
πιθανότητα να συνεχίσουν
οι γερμανικές μετοχές να
παρουσιάζουν υψηλές
αποδόσεις, θυμίζοντας
πως υπήρξαν μεταξύ των
πλέον πληγέντων το 2018,
όταν ξέσπασε ο εμπορικός
πόλεμος.
Το
Μέλλον του S&P 500
Στις
ΗΠΑ, η Capital Economics
παραμένει σταθερή στην
πρόβλεψή της ότι ο
δείκτης S&P 500 θα
φτάσει τις 7.000 μονάδες
το 2025, παρά τις
αναταράξεις από την
πρόσφατη συνεδρίαση της
Fed. Παρόλο που η
πολιτική της Fed
αναμένεται να είναι
λιγότερο επεκτατική, ο
οίκος θεωρεί ότι οι
αποδόσεις των 10ετών
ομολόγων δεν θα αυξηθούν
σημαντικά.
Επιπλέον, σημειώνει ότι
η πορεία του S&P 500
εξαρτάται όχι μόνο από
τα επιτόκια αλλά και από
άλλους παράγοντες, όπως
τα κέρδη ανά μετοχή
(EPS), τα οποία έχουν
αυξηθεί σημαντικά. Η
μείωση του ασφάλιστρου
μετοχικού κινδύνου (risk
premium) βοήθησε επίσης
στην άνοδο του δείκτη,
αν και αυτό παραμένει σε
υψηλότερα επίπεδα από
ό,τι πριν από τη φούσκα
του dotcom.
|