Ειδικότερα σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες
και σύμφωνα με τα όσα έχει γράψει το
GFF
εδώ και αρκετές εβδομάδες, η ΕΚΤ θεωρεί ανεπαρκή
τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για
να προχωρήσει σε ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, η
οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την
αποδοχή των ελληνικών τίτλων στο QE.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι ετσι, ακόμα και αν
κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, η οποία αποτελεί
και αυτή προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στο
QE, η Ευρωτράπεζα δεν πρόκειται να δώσει το «πράσινο
φως» αν δεν υπάρχουν δεσμεύσεις των Ευρωπαίων
για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Οι ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες στο διοικητικό
συμβούλιο της περασμένης Πέμπτης συζήτησαν το
αποτέλεσμα του Eurogroup και έκριναν τα
βραχυπρόθεσμα μέτρα «θετικά και προς τη σωστή
κατεύθυνση αλλά ανεπαρκή για να καταστήσουν
βιώσιμο το ελληνικό χρέος». Ύστερα από αυτό,
αποφάσισαν να μην προχωρήσουν στη σύνταξη
μελέτης βιωσιμότητας του χρέους «όσο δεν
υπάρχουν σαφείς δεσμεύσεις από τους Ευρωπαίους
για τη λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος».
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε το Eurogroup
ο Γερούν Ντάισελμπλουμ διευκρίνισε ότι τα
μεσοπρόθεσμα μέτρα θα εξεταστούν το 2018 με την
ολοκλήρωση του προγράμματος και τότε το ΔΝΤ θα
κάνει την οριστική του Ανάλυση Βιωσιμότητας του
Χρέους. Ωστόσο πηγές από τη Φρανκφούρτη
αναφέρουν ότι για την ΕΚΤ αρκεί «η λεκτική
δέσμευση των Ευρωπαίων για τα μεσοπρόθεσμα». Δεν
θέλουν δηλαδή να προχωρήσουν σε λεπτομερείς
συζητήσεις και στον καθορισμό των μέτρων παρά
μόνο σε δεσμευτικές δηλώσεις.
Η ΕΚΤ ζητεί από τους Ευρωπαίους να δεσμευθούν
στη λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα καλύπτουν
μέρος της περιόδου μετά το 2024, δηλαδή ύστερα
από οκτώ χρόνια, όταν λήγει η περίοδος χάριτος
στη διάρκεια της οποίας πληρώνουμε μόνο τόκους. |