Γιατί η κυβέρνηση δεν δίνει χρήματα σε όλους; Ας σκεφθεί ένα
λογικό ποσόν και ας δίνει κάθε μήνα μία επιταγή σε κάθε
ενήλικo. Το επίσημο όριο φτώχειας για τετραμελή οικογένεια
είναι 25.000 δολάρια τον χρόνο, όταν η πλήρης απασχόληση με
15 δολάρια ωρομίσθιο αποδίδει στο άτομο σχεδόν 30.000
δολάρια. Οι εργαζόμενοι με το ελάχιστο ωρομίσθιο, που
παλεύουν να επιβιώσουν, και οι μητέρες - επικεφαλής
μονογονεϊκών οικογενειών, που αγωνίζονται να ισορροπήσουν
ανάμεσα στην εργασία και στη φροντίδα του παιδιού, όλοι τους
θα λαμβάνουν το ίδιο ποσόν. Η φτώχεια με μία κίνηση θα
εξαλειφόταν. Ενα τέτοιο πρόγραμμα σε καθολικό επίπεδο –δηλαδή
για τους αστέγους και τους κυρίαρχους του σύμπαντος
αδιακρίτως– θα ήταν απελευθερωμένο από τις επιμέρους
προδιαγραφές, οι οποίες χρειάζονται ώστε να κριθεί ποιoς το
χρειάζεται ή όχι. Επιπλέον δεν θα έφερε το στίγμα, το οποίο
συνήθως έχουν τα προγράμματα για τους φτωχούς, ενώ πολιτικά
θα ήταν ασφαλές. Τα προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας
δυσφημούνται ως ανεπιτυχή και, όντως, το να αποσύρει κανείς
τους πόρους από τη χρηματοδότηση τέτοιων προγραμμάτων δεν
έχει πολιτικό κόστος – οι φτωχοί σπάνια ψηφίζουν.
Μήπως η ιδέα ενός καθολικού βασικού εισοδήματος ακούγεται
εκκεντρική; Οι Φινλανδοί και οι Ελβετοί το σκέφτονται. Οι
τελευταίοι θα πάρουν μέρος την Κυριακή σε δημοψήφισμα για το
εάν θα δίνεται το ποσόν των 30.000 ελβετικών φράγκων ετησίως
(δηλαδή των 30.000 δολαρίων) σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως
περιουσίας, εργασιακού καθεστώτος ή άλλου κριτηρίου. Στις
ΗΠΑ, υποστηρικτής της ιδέας εμφανίστηκε από τους αριστερούς
διανοούμενους ο Aντριου Στερν, πρώην πρόεδρος της Διεθνούς
Ενώσεως Υπαλλήλων του κλάδου των υπηρεσιών. Επίσης,
ερείσματα βρήκε η ιδέα και μεταξύ ορισμένων δεξιών, οι
οποίοι κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τη γενικευμένη απέχθειά τους
για το προνοιακό κράτος. Μέσα στον Ιούνιο ο Τσαρλς Μάρεϊ του
Αμερικανικού Ινστιτούτου Επιχειρήσεων θα δώσει στη
δημοσιότητα ενημερωμένη εκδοχή του σχεδίου του για
αντικατάσταση της κοινωνικής πρόνοιας, όπως την ξέρουμε, με
τη χορήγηση 10.000 δολαρίων, που θα έχουν ήδη φορολογηθεί,
σε κάθε Αμερικανό άνω των 21 ετών.
Αυτό θα σήμαινε περισσότερα από 3 τρισ. δολάρια τον χρόνο,
όπως παρατηρεί ο Ρόμπερτ Γκρινστάιν του –αριστερής απόχρωσης–
Κέντρου Προϋπολογισμού και Πολιτικών Προτεραιοτήτων. Η
χρηματοδότησή του θα ισοδυναμούσε με το σύνολο των εσόδων
της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Τίποτε από την ιστορία αυτής
της χώρας δεν υποδηλώνει ότι οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι να
προσθέσουν αυτό το βάρος στους ισχύοντες φόρους τους. Αν το
μειώσουμε στις 5.000 δολάρια, τότε δεν θα άγγιζε καν το όριο
της φτώχειας. Οι διανοούμενοι της δεξιάς σκέφθηκαν να λύσουν
το πρόβλημα αποσύροντας τα κονδύλια από όλα τα άλλα
προνοιακά προγράμματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, από τα
κουπόνια τροφίμων έως το Μedicare για την περίθαλψη και το
Social Security για την ασφάλιση. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο,
όπως υπογραμμίζει ο κ. Γκρινστάιν, το αποτέλεσμα θα ήταν να
αυξηθεί η φτώχεια, επειδή θα αναδιανεμόταν ο πλούτος προς τα
πάνω, λαμβάνοντας τα χρήματα για τους φτωχούς και
μοιράζοντάς τα σε όλους, συμπεριλαμβανομένων εμού και εσού.
Οπως κάποια στιγμή είχε υποστηρίξει ο πρώην υπουργός
Οικονομικών και σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα, Λόρενς Σάμερς,
το να χορηγήσεις 5.000 δολάρια σε 250 εκατ. μη φτωχούς
Αμερικανούς θα κόστιζε 1,25 τρισ. δολάρια ετησίως, και αυτό
δεν θα γινόταν χωρίς να επιβαρυνθούν τα προγράμματα για τους
πραγματικά φτωχούς. Ισως ένα καθολικό βασικό εισόδημα να
είχε και ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά, δηλαδή να απέτρεπε τους
ανθρώπους από την αναζήτηση εργασίας. Η εργασία, όπως
επισημαίνει ο καθηγητής στο Χάρβαρντ Λόρενς Κατζ, «δεν έχει
να κάνει μόνον με την επιβίωση, εφόσον παρέχει μία κοινωνική
θέση, οργανώνει τη ζωή μας και προσφέρει ευκαιρίες προόδου –
αυτά δεν τα προσφέρει μία επιταγή».
EDUARDO PORTER /THE NEW YORK TIMES |