Όπως προσφάτως έγραψε ο επικεφαλής
οικονομολόγος της
Berenberg Bank, η νομισματική πολιτική αποφέρει καρπούς στην
Ευρωζώνη, αν και όχι τόσο αποτελεσματικά όσο στο παρελθόν.
Τον Μάρτιο η αύξηση των πιστώσεων είχε εμφανίσει μικρή
ενίσχυση. Τα δεδομένα αυτά πιθανώς αποτυπώνουν αποφάσεις
ληφθείσες πριν από το νέο ευρύ πρόγραμμα της ΕΚΤ στις 10
Μαρτίου. Συνεπώς, προβλέπουμε περαιτέρω τόνωση στην αύξηση
των πιστώσεων τους προσεχείς μήνες. Η νομισματική πολιτική,
πάντως, έχει επαναφέρει σε ορθή πορεία την κυκλική ανάκαμψη
της ευρωπαϊκής οικονομίας και, εξαιρουμένων σοβαρών
εξωτερικών κραδασμών, όπως η έξοδος της Βρετανίας από την
Ευρωπαϊκή Ενωση, η αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη θα επανέλθει
στον μέσο όρο του 1,6% φέτος το καλοκαίρι.
Συνολικά, ωστόσο, στον δυτικό κόσμο, η νομισματική πολιτική
είναι λιγότερο αποτελεσματική από ό,τι κατά τους
προηγούμενους οικονομικούς κύκλους, όσον αφορά την
αναθέρμανση της εγχώριας ζήτησης. Τα νοικοκυριά δεν
προθυμοποιούνται να δανειστούν, ενώ οι εταιρείες δεν
επενδύουν όπως στο παρελθόν. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση
πιστώσεων είναι ασυνήθιστα ασθενική, ενώ η τάση για
αποταμίευση εντονότερη. Υπό το πρίσμα αυτό, η νομισματική
πολιτική θα πρέπει να γίνει επιθετικότερη, ώστε να ενισχύσει
τη ζήτηση για δάνεια και να διατηρήσει την εγχώρια ζήτηση
κοντά στον μέσο όρο.
Ορισμένοι αναλυτές προβληματίζονται για ενδεχόμενη «φούσκα»
στην αγορά ακινήτων, εξαιτίας της πολιτικής της ΕΚΤ, αν και
τα δεδομένα δεν μπορούν να στηρίξουν αυτήν την άποψη. Βέβαια,
ο δανεισμός των τραπεζών για αγορά κατοικίας είναι λιγότερο
μειωμένος από τις τραπεζικές χορηγήσεις συνολικά. Ο ρυθμός
αύξησής τους, όμως, μόλις κατά 2,3% τον Μάρτιο σε ετήσια
βάση, μετά το επίσης 2,3% τον Φεβρουάριο και το 2,1% τον
Ιανουάριο, δείχνει πως βρίσκεται σχεδόν στο ήμισυ του
θεωρούμενου κανονικού σε προηγούμενους κύκλους. Η ΕΚΤ κάθε
άλλο παρά πυροδοτεί μια «φούσκα» πιστώσεων σε οποιαδήποτε
περιοχή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αντιθέτως, τα
στοιχεία για την αύξηση των πιστώσεων δικαιολογούν την
απόφασή της του Μαρτίου να αντιδράσει, αναθεωρώντας δραστικά
προς τα κάτω τις δικές της προβλέψεις ανάπτυξης και
πληθωρισμού και να λάβει νέα μέτρα τόνωσης.
Πάντως, ο δείκτης Μ1 για την πραγματική προσφορά χρήματος,
ο οποίος μετρά τη ρευστότητα νοικοκυριών και εταιρειών,
είναι ο προτιμώμενος στο να αποτυπώνει μεγάλες αλλαγές στον
επιχειρηματικό κύκλο της Ευρωζώνης σχεδόν τρία τρίμηνα
νωρίτερα. Η λογική είναι απλή. Εάν τα νοικοκυριά και οι
εταιρείες διατηρούν μεγάλη ρευστότητα, τότε θα ξοδέψουν
μέρος αυτής, εκτός εάν κάποιοι κραδασμοί τα αποτρέψουν. Η
πραγματική αύξηση του Μ1 είναι ισχυρή, αν και έχει κατά τι
αμβλυνθεί τα προηγούμενα δύο τρίμηνα. Ούτως ή άλλως, πάντως,
η αύξηση επαρκεί να χρηματοδοτήσει την περαιτέρω ανάπτυξη
της οικονομίας. Επιπροσθέτως, η τελευταία κινητοποίηση της
ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να ενισχύσει περαιτέρω τη ρευστότητα.
Φυσικά, στον βαθμό κατά τον οποίο οι τράπεζες μετακυλήσουν
το αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ (στο -0,4% σήμερα)
στους δικούς τους μεγάλους πελάτες, τα μελλοντικά στοιχεία
ίσως διαστρεβλωθούν, εάν ορισμένοι από αυτούς εξέλθουν των
λογαριασμών καταθέσεων, που συμπεριλαμβάνονται στον Μ1, και
μετακινηθούν σε περιουσιακά στοιχεία εκτός του δείκτη αυτού.
Τέλος, αναφορικά με τις οικονομικές προοπτικές, το
οικονομικό κλίμα είναι το κλειδί. Αναμένουμε το κλίμα να
ανακάμψει την άνοιξη και το καλοκαίρι, μετά τα μέτρα
αναθέρμανσης της ΕΚΤ. Εάν όντως συμβεί αυτό, τότε νοικοκυριά
και εταιρείες πιθανώς θα δαπανήσουν περισσότερα από τη
ρευστότητά τους, ενώ ήδη έχουν να επωμιστούν και ανά
περίπτωση ένα επιπλέον δάνειο. Η νομισματική πολιτική έχει
προετοιμάσει το έδαφος για μια τρόπον τινά πιο στέρεη
οικονομική ανάπτυξη μετά τους χαμηλούς ρυθμούς που
παρατηρούνται από πέρυσι το καλοκαίρι, λόγω αναδίπλωσης της
Κίνας και των λοιπών αναδυόμενων οικονομιών. |