Δε θα αναφερθούμε στα νούμερα, αφού αυτά μπορεί κανείς να τα
διαβάσεις στις εταιρικές ανακοινώσεις και στα επιμέρους
άρθρα των οικονομικών
site
(σίγουρα θα υπάρξουν αναλύσεις και από ξένες και εγχώριες
χρηματιστηριακές).
Αλλά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο μεγάλο ερώτημα αν
οι τράπεζες χρειάζονται νέες ΑΜΚ, όσο φυσικά αυτό το ερώτημα
μπορεί να απαντηθεί.
Με βάση λοιπόν τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή
δε θεωρούμε ότι υπάρχει κανένας λόγος να επαναληφθεί η
περσινή ανακεφαλαιοποίηση και το «dilution»
των μετόχων.
Και πάντα με τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, δεν
πιστεύουμε ότι οι τραπεζικές μετοχές στις τρέχουσες
αποτιμήσεις είναι ακριβές. Το αντίθετο, για πρώτη φορά μετά
από χρόνια (γνωστή η άποψη μας εδώ και χρόνια – από την
πρώτη ανακεφαλαιοποίηση) πιστεύουμε ότι υπάρχουν κάποιες
πιθανότητες να δώσουν χρήματα και μπορούν να χαρακτηριστούν
ελκυστικές στις τρέχουσες αποτιμήσεις, οι οποίες στις 3
τραπεζικές μετοχές (με σχετική εξαίρεση την
Alpha Bank,
σε απόσταση 25% από την τιμή της αύξησης, τα 2 ευρώ) απέχουν
πάρα πολύ από τις τιμές των ΑΜΚ.
Και κάπου εδώ υπάρχει το μεγάλο αν ….. Ότι όλα τα παραπάνω
ισχύουν για τις τράπεζες με τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη
στιγμή. Θα είναι όμως αύριο τα ίδια δεδομένα; Δυστυχώς αυτό
είναι το μεγάλο πρόβλημα και για αυτό συστήνουμε στους
επενδυτές να συνεχίσουν να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί με
τις τραπεζικές μετοχές.
Γιατί στο σενάριο που επιδεινωθεί και πάλι η κατάσταση στην
ελληνική οικονομία και τα πράγματα στη χώρα ή συνολικά την
Ε.Ε. – ευρωζώνη εξελιχθούν άσχημα (το διεθνή παράγοντα δε θα
πρέπει να τον ξεχνάμε), το πιθανότερο είναι ότι θα είχαμε
επανάληψη του περσινού σκηνικού, με τους επενδυτές να χάνουν
το σύνολο των χρημάτων τους.
Για παράδειγμα επενδύει κανείς στον ΟΠΑΠ, την ΕΧΑΕ, τη Μέτκα
ή την ΕΥΔΑΠ (μερικές από τις γνωστές αγαπημένες μας μετοχές).
Στο πολύ κακό σενάριο και τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα –
μεσοπρόθεσμα, σίγουρα ο επενδυτής θα γράψει ζημίες. Μπορεί
να γράψει ακόμη και ένα -30 με -40% (πιθανόν ακόμη και ένα
-50%). Αλλά σε εύλογο χρονικό διάστημα και μακροπρόθεσμα (δηλαδή
σε ορίζοντα 2-3 ετών), οι τιμές θα ανακάμψουν και πιθανόν (μαζί
με τα μερίσματα – τα οποία κακώς οι επενδυτές δεν τους
δίνουν σημασία) θα γράφει κέρδη ή στη χειρότερη περίπτωση (μιας
παρατεταμένης κρίσης – ύφεσης), ο επενδυτής θα έχει
ελεγχόμενες ζημίες. Στις τράπεζες όμως και στο κακό σενάριο
δεν υπάρχει «πάτος». Ο επενδυτής απλά χάνει τα χρήματα του.
Μηδενίζει η επένδυση του.
Και αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα σε μια περίοδο που
η προστασία των κεφαλαίων που έχουν απομείνει θα πρέπει να
είναι η πρώτη προτεραιότητα (όσο ποτέ άλλοτε, αφού πλέον η
αποταμίευση-δημιουργία νέων κεφαλαίων είναι μια πολύ δύσκολη
διαδικασία, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία των
επενδυτών).
Τι λοιπόν πρέπει να κάνει ο επενδυτής; Να επιμείνει στις
καλές μη τραπεζικές μετοχές, οι οποίες μας έχουν βγάλει
ασπροπρόσωπους όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Αν τώρα θέλει να το ρισκάρει (παίζοντας το όχι είναι αλήθεια
και τόσο απίθανο σενάριο τα πράγματα στη χώρα να εξελιχθούν
ομαλά) μπορεί και να επενδύσει ένα μικρό μέρος των κεφαλαίων
του στις τραπεζικές μετοχές. Ένα μικρό μέρος όμως (περίπου
10-15%), γιατί όπως γράψαμε η προστασία των κεφαλαίων σε
αυτή τη δύσκολη συγκυρία είναι πρώτη προτεραιότητα.
|