Δύο από τα ζητήματα που μας έχουν απασχολήσει περισσότερο
από οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη στήλη, αλλά και το
GFF
συνολικά, είναι ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών, αλλά και το
ζήτημα των εισοδηματικών ανισοτήτων. Εισοδηματικές
ανισότητες, οι οποίες κατά την άποψη μας και πέραν των όσων
θα αναφερθούν παρακάτω, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και για
την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Πέραν όμως του ευρώ-σκεπτικισμού, μια πολύ ενδιαφέρουσα
ανάλυση – άρθρο για τις εισοδηματικές διαφορές και την
αποταμίευση δημοσίευσαν ο γνωστός γερμανός οικονομολόγος P.
Bofinger και ο κ. Ph. Scheuermeyer, στο οποίο σημειώνουν πώς
δεδομένης της σταθερής αύξησης της εισοδηματικής
ανισότητας, ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν αρχίσει να
ανησυχούν για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην οικονομία.
Στο επίκεντρο αυτής της ανησυχίας βρίσκεται η σχέση μεταξύ
ανισότητας και αποταμίευσης. Για παράδειγμα η δημόσια
συζήτηση σχετικά με τη μόνιμη στασιμότητα της οικονομίας
έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο την κεϊνσιανή ιδέα πως η
άνοδος της ανισότητας μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη για τη
ζήτηση μέσω της τάσης για αύξηση της αποταμίευσης. Θεωρητικά
και εμπειρικά, η επίπτωση που έχει η εισοδηματική κατανομή
στη μέση αποταμίευση είναι διφορούμενη.
Από τη μία πλευρά τα πιο ευκατάστατα νοικοκυριά τείνουν να
έχουν υψηλότερη ροπή προς την αποταμίευση συγκριτικά με τα
πιο φτωχά νοικοκυριά. Συνεπώς η αύξηση της εισοδηματικής
ανισότητας θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση της μέσης
αποταμίευσης. Από την άλλη πλευρά, όπως έχει φανεί από
διάφορες μελέτες, νοικοκυριά με μεσαίο και χαμηλό εισόδημα
περιορίζουν την αποταμίευσή τους όταν αυξάνονται τα
εισοδήματα των πλουσίων.
Προκαλώντας λοιπόν μεγέθυνση των δαπανών, η αύξηση της
ανισότητας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της
αποταμίευσης. Δεδομένου ότι υπάρχουν αποδείξεις και για τους
δύο αυτούς μηχανισμούς σε επίπεδο νοικοκυριού, η συνολική
επίδραση της εισοδηματικής κατανομής θα πρέπει να
προσεγγιστεί μέσω στοιχείων σε επίπεδο χώρας.
Υπολογίσαμε την επίδραση της εισοδηματικής ανισότητας στη
μέση αποταμίευση βασιζόμενοι σε στοιχεία για 29 από τις πιο
πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ μεταξύ 1961 και 2013. Δεν εντοπίσαμε
γραμμική επίδραση της ανισότητας στη μέση αποταμίευση.
Ωστόσο ανακαλύψαμε πως όταν η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ
νοικοκυριών είναι χαμηλή, τότε ενισχύεται η μέση
αποταμίευση, ενώ μειώνεται αν η εισοδηματική ανισότητα
αυξηθεί πάνω από το 30, επίπεδο που τώρα προσεγγίζει η
Γερμανία και το οποίο πάντοτε υπερέβαιναν οι ΗΠΑ.
Οταν η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται σταδιακά, τότε
πιθανότατα παραμένει αμετάβλητο το ποσοστό αποταμίευσης
νοικοκυριών με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα ενώ αυξάνεται η
ανισότητα, αλλά από χαμηλό επίπεδο. Καθώς μεγεθύνεται
περισσότερο η ανισότητα, η θετική επίπτωση αρχίζει να
μεταβάλλεται εξαιτίας της αλλαγής στη συμπεριφορά των
νοικοκυριών με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα.
Οταν η ανισότητα γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή,
αρχίζει να ενισχύεται και το κίνητρο που έχουν τα πιο φτωχά
νοικοκυριά να δαπανήσουν περισσότερο, μέχρι που τελικά
αρχίζει να μειώνεται το ποσοστό μέσης αποταμίευσής τους.
Αντιμέτωπα με πτώση εισοδήματος, τα πιο φτωχά νοικοκυριά
μπορεί να χρειαστούν δάνεια ώστε να εξακολουθήσουν να
συμβαδίζουν με την αυξημένη κατανάλωση των πιο πλούσιων
γειτόνων τους.
Παράλληλα ανακαλύψαμε πως η εισοδηματική ανισότητα αυξάνει
την αποταμίευση όταν είναι χαμηλό το επίπεδο δανεισμού, ενώ
αντιθέτως τη μειώνει όταν υπάρχει υψηλό επίπεδο πιστώσεων.
Ανακαλύψαμε ακόμα πολύ στενή σχέση μεταξύ της ανισότητας και
της ιδιωτικής αποταμίευσης, της αποταμίευσης σε επίπεδο
χωρών και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Για την
ακρίβεια, τα επίπεδα οικονομικής ανισορροπίας σε παγκόσμιο
επίπεδο συμφωνούν με τα ευρήματά μας για τη σχέση μεταξύ
ανισότητας και αποταμίευσης. Σε χώρες με πλεονάσματα όπως η
Γερμανία και η Σουηδία η ανισότητα άρχισε να αυξάνεται, από
χαμηλό επίπεδο, τη δεκαετία του 1980, ενώ σε χώρες με
ελλείμματα όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία η ανισότητα
εξακολούθησε να αυξάνεται αλλά από ήδη υψηλότερο επίπεδο.
Μελλοντικά είναι απίθανο η απώλεια εισοδήματος να
αντισταθμίζεται μόνιμα μέσω του αυξημένου δανεισμού.
Συνεπώς, όταν το ποσοστό αποταμίευσης νοικοκυριών με μεσαία
και χαμηλά εισοδήματα υποχωρήσει στο μηδέν, είναι πιθανό να
κυριαρχήσει η συσσώρευση πλούτου. Συνεπώς, ίσως να πρέπει να
ανησυχήσουμε για έλλειψη μέσης ζήτησης.
* O κ. P. Bofinger είναι καθηγητής Νομισματικής Πολιτικής
και Διεθνών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Wuertzburg και
μέλος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων.
** Ο
κ. Ph. Scheuermeyer είναι διδακτορικός φοιτητής στο
Πανεπιστήμιο του Wuertzburg.
Άρθρο
στο voxΕu.org. |