Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψε ο
κ. Guntram B.
Wolff, διευθυντής του εξαιρετικού think tank Bruegel, στο
οποίο αναφέρει ότι είναι ανάγκη η Ευρωπαϊκή
Ενωση να αποκτήσει αξιόπιστη στρατηγική αν οι Βρετανοί
πολίτες ψηφίσουν στις 23 Ιουνίου να εγκαταλείψουν την Ε.Ε.
Για να αποφευχθεί η σταδιακή διάλυση της Ενωσης, οι ηγέτες
της θα πρέπει να ενισχύσουν την ελκυστικότητά της και ιδίως
τη γαλλογερμανική συμμαχία. Η πλειοψηφία των οικονομολόγων
συμφωνεί πως η αποχώρηση από την Ε.Ε. θα ήταν επιζήμια και
για τις δύο, Βρετανία και Ε.Ε., ωστόσο θα μπορούσε να συμβεί,
οπότε είναι κρίσιμης σημασίας να προετοιμαστούν τα επόμενα
βήματα. Μέχρι σήμερα το πολιτικό βάρος έπεσε στη
διαπραγμάτευση με τη Βρετανία και το πώς αποθαρρύνει κανείς
άλλες χώρες από το να ακολουθήσουν τη Βρετανία. Ωστόσο,
είναι όνειρο απατηλό να βασίσει κανείς τη μακροπρόθεσμη
επιβίωση της Ε.Ε. στο υψηλό κόστος εξόδου από αυτήν. Γαλλία
και Γερμανία θα πρέπει να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο
πώς θα καταστήσουν την Ε.Ε. σύμβολο προόδου, σταθερότητας,
ανάπτυξης και απασχόλησης. Το πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά,
θα καταστεί πιεστική ανάγκη αν αποχωρήσει η Βρετανία, αλλά
θα ισχύουν και αν παραμείνει. Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου δύο
στρατηγικές εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη αφορά τα 27 μέλη
της Ε.Ε. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει την ενίσχυση της
ενιαίας αγοράς, την προώθηση των συμφερόντων των πολιτών στο
πλαίσιο εμπορικών συμφωνιών και ενίσχυση της ασφάλειας μέσω
της αυξημένες συνεργασίας. Το πλεονέκτημα αυτής της
στρατηγικής είναι ότι περιλαμβάνει όλα τα μέλη της Ενωσης
και ιδίως όσα δεν ανήκουν στην Ευρωζώνη που ίσως να
αισθάνονται ότι υπονομεύονται τα συμφέροντά τους από την
κυριαρχία της Ευρωζώνης. Μια αναπτυξιακή στρατηγική
βασισμένη στην ενιαία αγορά θα ήταν πολύ αρεστή σε Σουηδία,
Πολωνία και Δανία, ωστόσο η ανάγκη συμφωνίας μεταξύ 27
κρατών-μελών θα καθιστούσε αργή τη διαδικασία.
Η δεύτερη στρατηγική επιλογή βασίζεται στην εκτίμηση ότι
μετά την έξοδο της Βρετανίας θα αυξηθεί η σημασία της
γαλλογερμανικής συμμαχίας και για τις δύο χώρες. Ο
μεγαλύτερος φόβος της Γερμανίας είναι ότι αν αποχωρήσει η
Βρετανία, τότε Γαλλία και Ιταλία θα προωθήσουν κρατικιστικές
πολιτικές επιλογές. Με τη σειρά της η Γαλλία θα φοβηθεί
μήπως η Γερμανία εγκαταλείψει την Ενωση. Ωστόσο, μαζί,
Γερμανία και Γαλλία θα είναι μακράν οι μεγαλύτερες χώρες
στην Ε.Ε. Για να μετατρέψουν την στρατηγική τους
αλληλεξάρτηση σε στρατηγική συμμαχία οι δύο χώρες θα πρέπει
να επαναπροσδιορίσουν εκ του μηδενός τη μεταξύ τους σχέση.
Εσχάτως οι δύο χώρες δυσκολεύονται να συμφωνήσουν σε
σημαντικά πολιτικά ζητήματα, δυσκολία που οφείλεται στη
διαφορετική πορεία που ακολουθούν οι οικονομίες τους και η
οποία ενισχύεται από πολιτικές διαφωνίες και την έλλειψη
εμπιστοσύνης. Για να ενισχυθεί η σχέση τους, η Γερμανία θα
χρειαστεί τη διαβεβαίωση πως η Γαλλία θα αναλάβει στα σοβαρά
να μεταρρυθμίσει το αναπτυξιακό της μοντέλο και να γίνει
ξανά ισχυρός οικονομικός εταίρος. Η Γαλλία θα χρειαστεί με
τη σειρά της τη διαβεβαίωση της Γερμανίας πως είναι
εγγυημένη η συνοχή της Ευρωζώνης συνολικά και ότι η Γερμανία
δεν θα εγκαταλείψει την ειδική της σχέση με τη Γαλλία. Πώς
θα μπορούσε να γίνει αξιόπιστος αυτός ο επαναπροσδιορισμός
της γαλλογερμανικής συμμαχίας; Ενστικτωδώς Γάλλοι και
Γερμανοί πολιτικοί αισθάνονται ότι θα πρέπει να συνεργαστούν
στενότερα μετά ένα Brexit. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να
συμβεί εις βάρος των υπολοίπων κρατών-μελών της Ε.Ε. Μια
αξιόπιστη αναπτυξιακή και μεταρρυθμιστική πολιτική θα
καταστήσει πιο ελκυστική την Ευρωζώνη και συνολικά την Ε.Ε.,
ιδίως αν υπάρχουν ισχυρές ασφαλιστικές δικλίδες για τα μέλη
εκτός ευρώ. Αντιμετωπίζοντας την απειλή της σταδιακής
διάλυσης ολόκληρης της Ε.Ε. μετά την έξοδο της Βρετανίας, θα
πρέπει να υπάρξει ισχυρή πολιτική ηγεσία η οποία θα
εφαρμόσει ισχυρή στρατηγική. |