Οι προβληματικές τράπεζες στην Κίνα, όπως και οι αντίστοιχες
στην Ευρώπη, ενδεχομένως να χρειαστεί σύντομα να προστρέξουν
στην αγορά για άντληση κεφαλαίων, εξαιτίας της ανησυχητικά
ραγδαίας αύξησης των επισφαλών τους δανείων. Τον Ιανουάριο,
συγκεκριμένα, ανήλθαν στο ρεκόρ των 2,51 τρισ. γουάν (384
δισ. δολαρίων) και έπεται συνέχεια. Με μία πρώτη ματιά, η
κεφαλαιακή επάρκεια πρώτης διαβάθμισης (Tier 1) είναι ισχυρή,
με την αναλογία για τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, την
ICBC, στο 12,7%, όταν το ελάχιστο απαιτούμενο είναι 9,5% για
τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία τελούν υπό
κρατική ιδιοκτησία. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά
όσο φαίνονται. Η αύξηση στα δάνεια έρχεται σε μία περίοδο
στάσιμης οικονομικής ανάπτυξης για την Κίνα. Επιπροσθέτως,
οι αρμόδιες αρχές μείωσαν τα επιτόκια πέντε φορές το 2015,
περιστέλλοντας τα περιθώρια κερδών από τους καθαρούς τόκους.
Παράλληλα, οι τράπεζες δέχθηκαν ανταγωνιστικές πιέσεις από
εκατοντάδες νέες οντότητες στον κλάδο, όπως τα ηλεκτρονικά
δίκτυα που χορηγούν πιστώσεις (peer-to-peer lending). Σε
συνδυασμό με την αδυναμία των ομίλων που δραστηριοποιούνται
στις πρώτες ύλες να αποπληρώσουν τις οφειλές τους, λόγω της
πτώσης στις τιμές τους, τα «κόκκινα» δάνεια εκτινάσσονται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2015 τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια στις κινεζικές τράπεζες ανέρχονται στο
1,59%, εν συγκρίσει με το 1,25% στα τέλη του 2014. Υπάρχουν
πολλοί αναλυτές και οικονομολόγοι, οι οποίοι ισχυρίζονται
ότι τα πραγματικά επίπεδα των επισφαλειών στο τραπεζικό
σύστημα της χώρας είναι πολύ υψηλότερα. Ειδικότερα, η
γαλλική τράπεζα BNP Paribas τα υπολογίζει στο 8,4% το
ανώτατο. Εάν ισχύει αυτό, τότε τα επίπεδα αυτά θα μπορούν να
αντιπαρατεθούν με τα αντίστοιχα στις αρχές της δεκαετίας του
2000 και προτού η Κίνα αποφασίσει να εξυγιάνει τα
χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα, ώστε να είναι σε θέση να
εισαχθούν στο Χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ, και προτού
συγκροτήσει εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων,
όπως η Cinda και η Huarong, για να αντιμετωπίσουν το χάος.
Κατόπιν τούτων, εάν κάποιος δεχθεί ότι οι κινεζικές τράπεζες
χρειάζεται τουλάχιστον να αρχίσουν να σκέπτονται σοβαρά την
προοπτική να κάνουν αύξηση κεφαλαίου, ανακύπτει το ερώτημα
πώς θα το υλοποιήσουν. Μία προοπτική θα ήταν τα ομόλογα
χαμηλής εξασφάλισης, τα οποία συνεκτιμώνται στα κεφάλαια
πρώτης διαβάθμισης (Tier 1), ενώ στην Ευρώπη συναντώνται με
τη μορφή των μετατρέψιμων σε μετοχές ομολόγων με την
ονομασία Cocos. Οι κινεζικές τράπεζες έχουν πωλήσει
τεράστιες ποσότητες των ανωτέρω τίτλων, και το 2014 είχαν
σημειώσει ρεκόρ με τη διάθεση αενάων ομολόγων 91,5 δισ.
δολαρίων, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg. Δεδομένου,
όμως, ότι η Κίνα έχει εκδώσει τα περισσότερα CoCos σε
παγκόσμια κλίμακα, οι τράπεζές της πιθανώς να διαπιστώσουν
ότι η διάθεση των επενδυτών να αγοράσουν ακόμα περισσότερα
είναι υποτονική.
Εξαιρουμένων λίγων μικρών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην
Κίνα, οι μετοχές των περισσότερων διαπραγματεύονται, κατά
μέσον όρο, στο 0,7 της λογιστικής τους αξίας, δηλαδή σχεδόν
όσο και οι ιδιαίτερα χειμαζόμενες τράπεζες της Ευρώπης.
Ωστόσο οι κανόνες στην Κίνα δεν επιτρέπουν στις κρατικές
τράπεζες να πωλούν μετοχές σε επίπεδα χαμηλότερα από μία
φορά τη λογιστική τους αξία. Οι επενδυτές, πάντως, δεν θα
πρέπει να ανησυχούν πάρα πολύ. Οταν το 2015 η τράπεζα China
Citic Βank ανακοίνωσε αύξηση κεφαλαίου κατά 2 δισ. δολάρια,
μία άλλη κρατικής ιδιοκτησίας επιχείρηση, η China National
Tobacco, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Αγόρασε 2,46 δισ. από
τις μετοχές της πρώτης.
Οι μετοχές της Citic τελούσαν υπό διαπραγμάτευση σε επίπεδα
τουλάχιστον 0,8 φορές τη λογιστική της αξία τότε. Αυτό το
οποίο φανερώνει το εν λόγω επεισόδιο είναι το εξής:
ανεξαρτήτως του εάν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των
κινεζικών τραπεζών βρίσκονται σε υψηλά ή χαμηλά επίπεδα, θα
μπορούσε με ασφάλεια να στοιχηματίσει κανείς πως η κυβέρνηση
θα εξεύρει λύσεις που θα παραπέμπουν στο μονοπώλιο καπνού,
ούτως ώστε να επιβιώσουν οι τράπεζες της χώρας.
NISHA GOBALAN / ΒLOOMBERG
|