Κατά την άποψη μας ένα από τα μεγαλύτερη λάθη τα οποία έχουν
γίνει τα χρόνια της κρίσης, σε αρκετές χώρες και φυσικά στην
Ελλάδα (αν και είμαστε διαφορετική περίπτωση) είναι ότι
έχουν στοχοποιηθεί οι εργαζόμενοι, ο οποίοι βλέπουμε συνεχώς
τις πραγματικές αποδοχές τους να μειώνονται. Ανάμεσα σε
άλλα, αυτό το φαινόμενο οδηγεί σε συνεχή διεύρυνση των
εισοδηματικών ανισοτήτων, ένα εξαιρετικά επικίνδυνο
φαινόμενο, στο οποίο κατά την άποψη μας έχει τις βάσεις ο
ευρωσκεπτικισμός.
Όπως έγραψαν σε ένα ενδιαφέρον άρθρο στο voxeu.org,
ο Stefano
Scarpetta (επικεφαλής της Διεύθυνσης Απασχόλησης, Εργασίας
και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΟΣA)
και ο Mark Keese και Paul Swaim (οικονομολόγοι), η
ανάκαμψη στην αγορά εργασίας των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ είναι
σταθερή αλλά βραδεία από την τελευταία Μεγάλη Υφεση. Πιο
ανησυχητική είναι η μοίρα του ρυθμού αύξησης των μισθών.
Διαρθρωτικές αδυναμίες που εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία
της αγοράς εργασίας έχουν γίνει πιο ορατές όσο ανακάμπτουν
οι αγορές από τη Μεγάλη Υφεση. Στη χάραξη πολιτικής είναι
απαραίτητο να συμπεριληφθούν μακροοικονομικά μέτρα για την
ενίσχυση των επενδύσεων και την ενθάρρυνση των εργαζομένων
να στοχεύουν σε θέσεις εργασίας με μεγαλύτερες δεξιότητες.
Αν και έχει σημειωθεί πρόοδος στη μείωση της ανεργίας σε
ό,τι αφορά τις χώρες που επλήγησαν από την κρίση, δεν έχει
υπάρξει ανάλογη βελτίωση στην ανάκτηση του χαμένου εδάφους
των μισθών.
Η πιθανότητα απορρόφησης της μακροχρόνιας κυκλικής ανεργίας
δεν οδηγεί απαραιτήτως σε αύξηση των μισθών, ένα φαινόμενο
που συνδέεται με ανησυχίες για τον εγκλωβισμό της παγκόσμιας
οικονομίας σε διαρκή στασιμότητα. Οι επιπλοκές μιας
μακροχρόνια ανεπαρκούς ζήτησης έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο
προβληματισμό. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να εξετάσει
κανείς τις επιπτώσεις της στασιμότητας στην ανάπτυξη και
στους μισθούς, αλλά και τη διευρυνόμενη ανισότητα που
γεννάται από την απασχόληση.
Η ανάκαμψη στις θέσεις εργασίας λαμβάνει χώρα από το πρώτο
τρίμηνο του 2010, όταν ο μέσος όρος της απασχόλησης στον
ΟΟΣΑ είχε φθάσει στο ναδίρ την περίοδο μετά την κρίση. Τότε
μόνον το 58,6% του πληθυσμού –ηλικίας από 15 έως 74 ετών–
εργαζόταν. Δηλαδή ήταν κατά 2,2% χαμηλότερο από το ποσοστό
απασχόλησης το 2007, αντανακλώντας στην απώλεια 20,3 εκατ.
θέσεων εργασίας.
Παρά τη βραδεία και άνιση φύση της οικονομικής ανάκαμψης, το
έλλειμμα των θέσεων εργασίας συρρικνώθηκε στα 5,65 εκατ. έως
τα τέλη του 2015. Μπορεί τα στοιχεία αυτά να είναι θετικά.
Ομως, το γεγονός ότι η Μεγάλη Υφεση προκάλεσε συρρίκνωση της
απασχόλησης επί σχεδόν μία δεκαετία υποδηλώνει τη σοβαρότητα
αυτής της κρίσης και το τίμημα που πλήρωσαν οι εργαζόμενοι.
Υπάρχουν και μεγάλες διαφοροποιήσεις από τη μια χώρα στην
άλλη. Τα ποσοστά απασχόλησης στη Χιλή, στο Ισραήλ, στη
Γερμανία, στην Ουγγαρία και στην Τουρκία είναι κατά 5%
υψηλότερα από τα επίπεδα που ίσχυαν προ κρίσης του 2007. Στο
άλλο άκρο, το έλλειμμα των θέσεων εργασίας παραμένει μεγάλο
στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στην Ισπανία – όπου το
αντίστοιχο χάσμα των θέσεων εργασίας κυμαίνεται στο 9%, 7,9%
και 8,5%, αντίστοιχα. Αναμένεται να παραμείνει μεγάλο –αν
και μικρότερο συγκριτικά με σήμερα– μέχρι τα τέλη του 2017.
Μετά τη Μεγάλη Υφεση, οι πραγματικοί μισθοί υποχώρησαν
αισθητά στις χώρες που δέχτηκαν μεγάλο οικονομικό πλήγμα,
όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και οι
χώρες της Βαλτικής. Ομως, οι μισθοί έμειναν αμετάβλητοι ή
αυξήθηκαν οριακά, σχεδόν, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες.
Συγκρίνοντας την αύξηση των πραγματικών μισθών το 2000-07 με
την περίοδο 2008-15 διαπιστώνεται απότομη πτώση σε αρκετές
χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Τσεχίας, της Εσθονίας, της
Λετονίας και της Βρετανίας.
Μέχρι το 2015, το ημερομίσθιο σε πραγματικούς όρους στις
χώρες αυτές ήταν χαμηλότερο πάνω από 25% συγκριτικά με τους
ρυθμούς αύξησης που ίσχυαν το 2000-07. Αυτό το μισθολογικό
χάσμα ξεπέρασε το 20% στην Ελλάδα, την Ουγγαρία και την
Ιρλανδία. Αποθαρρυντικά, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό, είναι τα
αντίστοιχα στοιχεία για την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ,
επιβεβαιώνοντας τη στασιμότητα μισθών που προϋπήρχε προ
τελευταίας κρίσης. Υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις, ιδιαίτερα
η Γερμανία, όπου η αύξηση των μισθών είναι ισχυρότερη σε
σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Αν και όλοι συμφωνούν πως εξασφαλίζονται θετικά αποτελέσματα
από στοχευμένες μεταρρυθμίσεις των αγορών προϊόντων και
εργασίας, ενισχύοντας το μέσο βιοτικό επίπεδο σε
μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν
εφαρμόζονται εξαιτίας της πολιτικής αντιπαράθεσης που
πηγάζει από ανησυχίες για τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις.
Αλλά οι μεταρρυθμίσεις αυτές μπορούν να εφαρμοστούν σε
περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. |