Όπως προσφάτως έγραψαν οι
Howard Schneider
και
Balaza Karanyi
στο
Reuters,
οι κεντρικοί τραπεζίτες που ηγήθηκαν της προσπάθειας για να
ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία από την παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση, σήμερα υπάρχει κίνδυνος να
μεταβληθούν σε κομπάρσους, χωρίς να διαθέτουν τα κατάλληλα
εργαλεία ώστε να απελευθερώσουν τον κόσμο από τον νωχελικό
ρυθμό ανάπτυξης και την εξάρτησή του από τα χαμηλά επιτόκια
δανεισμού.
Παρά την ύπαρξη σχεδόν μηδενικών επιτοκίων δανεισμού και
μέτρων στήριξης της οικονομίας συνολικού ύψους σχεδόν 6,25
τρισ. ευρώ που πήραν οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων
ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, οι επενδύσεις και ο ρυθμός
ανάπτυξης παραμένουν σε επίπεδα χαμηλότερα απ’ αυτά πριν από
την κρίση. Η ασθενική ζήτηση πλήττει τις αναπτυσσόμενες
οικονομίες, καθώς πέφτουν οι τιμές των εμπορευμάτων που
εξάγουν. Ο Πολ Σιρντ, επικεφαλής οικονομολόγος της S&P,
υποστηρίζει ότι τελικά δεν πετύχαμε όσα θα θέλαμε μέσω της
νομισματικής πολιτικής και ίσως ήρθε η ώρα οι κεντρικοί
τραπεζίτες να παραδεχτούν ότι τα επιτόκια δανεισμού θα
παραμείνουν κολλημένα στο μηδέν και ότι πλέον θα πρέπει να
αναλάβουν δράση οι πολιτικοί. Ουσιαστικά, οι κεντρικοί
τραπεζίτες αντιμετωπίζουν το δίλημμα είτε να ζητήσουν από
τους πολιτικούς να πάρουν μέτρα ώστε να ενισχύσουν την
ανάπτυξη, είτε να αρχίσουν και πάλι να πειραματίζονται οι
ίδιοι. Και οι δύο επιλογές κρύβουν κινδύνους και έχουν
αβέβαιο αποτέλεσμα. Οι εκκλήσεις του ΔΝΤ προκειμένου να
αυξηθούν οι δαπάνες για υποδομές και μεταρρυθμίσεις, που θα
ανοίξουν τις αγορές σε Ιαπωνία και Ευρώπη, αλλά και για
κανονική στήριξη της οικονομίας μέσω δημοσιονομικών μέτρων
σε χώρες όπως η Γερμανία, είχαν μικρή απήχηση. Αν αυξήσουν
οι κεντρικοί τραπεζίτες την πίεση προς τις κυβερνήσεις,
υπάρχει ο κίνδυνος να προκαλέσουν πολιτική αντίδραση που
τελικά θα απειλούσε την ίδια την ανεξαρτησία τους. Νέοι
πειραματισμοί, όπως η υιοθέτηση αρνητικών επιτοκίων
δανεισμού ή η άμεση χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών, θα
μπορούσαν να εντείνουν την ανησυχία ότι οι κεντρικές
τράπεζες απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από τα βασικά
καθήκοντά τους. Υπάρχει και μια τρίτη επιλογή που καθίσταται
όλο και λιγότερο ελκυστική: να κάνουν μια από τα ίδια.
Οι κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας και της Ευρωζώνης
εξακολουθούν να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία, ώστε να
πετύχουν την ενίσχυση του τραπεζικού δανεισμού. Ωστόσο,
σύμφωνα με το ΔΝΤ, Ιαπωνία και Ευρώπη δεν είναι πιθανό να
αναπτυχθούν ταχύτερα αν δεν υιοθετήσουν σοβαρές διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, κανείς δεν είναι σίγουρος ποια
ακριβώς ήταν τα αποτελέσματα της ποσοτικής χαλάρωσης στις
ΗΠΑ και αν θα μπορούσε να αποδώσει ακόμη. Θεωρητικά, η
παροχή άφθονης και φθηνής χρηματοδότησης θα έπρεπε να
ενθαρρύνει τον δανεισμό, την κατανάλωση και την ανάπτυξη.
Ωστόσο, με τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις
κυβερνήσεις να προσπαθούν να μειώσουν το ύψος του χρέους
τους μετά την κρίση, θεωρητικά οι οικονομίες δεν
ανταποκρίθηκαν όπως θα έπρεπε. Υπάρχει η αίσθηση ότι η
ποσοτική χαλάρωση δεν έχει πια να προσφέρει σημαντικά
αποτελέσματα και ότι από υπερήρωες οι κεντρικοί τραπεζίτες
έχουν αρχίσει να γίνονται βοηθητικοί παίχτες. Ο επικεφαλής
οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας, Αντριου Χαλντέιν,
είπε πρόσφατα ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες ίσως να πρέπει να
παραδεχτούν ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί οι παλιές καλές
ημέρες που καθόριζαν τα επιτόκια δανεισμού, ώστε να
ενισχύσουν την απασχόληση ή να περιορίσουν τον πληθωρισμό. Ο
Στίβεν Ερλάνγκερ, διευθύνων σύμβουλος της Citigroup, έγραψε
πρόσφατα ότι σε έναν κόσμο που υποφέρει από χρόνια χαμηλή
ανάπτυξη οι κεντρικοί τραπεζίτες ίσως να πρέπει να σπάσουν
το τελευταίο ταμπού και απλώς να αρχίσουν να τυπώνουν χρήμα,
ώστε να χρηματοδοτήσουν τις κρατικές δαπάνες. Τέτοιες
επιλογές έχουν συσχετισθεί στο παρελθόν με υψηλό πληθωρισμό
και αποτελούν ανάθεμα για τους κεντρικούς τραπεζίτες. Ωστόσο
με τις κυβερνήσεις ανίκανες ή απρόθυμες να ηγηθούν μιας
προσπάθειας για την ενίσχυση της ανάπτυξης, οι κεντρικοί
τραπεζίτες θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται υπό πίεση. |