Όπως έγραψε ο
Oliver Geden
στους
New York Times,
τα τελευταία χρόνια, η ιδέα ενός διεθνούς προϋπολογισμού για
τις εκπομπές ρύπων έχει βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης
των κυβερνήσεων για το περιβάλλον. Ο προϋπολογισμός αυτός
καθορίζει τη συνολική ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που
μπορεί να εκπέμπεται, ώστε να διατηρείται η θερμοκρασία κάτω
από τους 2 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν
συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Η ιδέα ενός προϋπολογισμού
είναι απλή: εάν η ποσότητα των εκπομπών ρύπων είναι
συγκεκριμένη τότε οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίσουν τα
μέτρα που θα πρέπει να λάβουν. Για να υλοποιηθεί ο
προϋπολογισμός, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του
Κλίματος υπολογίζει πως οι εκπομπές καυσαερίων θα πρέπει να
μειωθούν μέχρι το 2050 από 40% έως 70% σε σχέση με τα
επίπεδα του 2010. Στη συνέχεια, οι καθαρές εκπομπές
καυσαερίων θα πρέπει να μειωθούν στο μηδέν μέχρι τα τέλη του
αιώνα.
Ηδη ελλοχεύουν κίνδυνοι να παραβιαστούν τα όρια του
προϋπολογισμού. Εάν εφαρμοστούν τα σχέδια των περισσότερων
από 180 κυβερνήσεων που συμμετέχουν στη 21η Σύνοδο του ΟΗΕ
για το Περιβάλλον, η ανθρωπότητα θα έχει ξεπεράσει τα όριά
της μέχρι το 2040 το αργότερο. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού
έτσι όπως έχει οριστεί από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για
την Αλλαγή του Κλίματος, δεν είναι ρεαλιστικός στόχος.
Τι πρέπει να γίνει τελικά; Σε αυτό το σημείο δημιουργείται
πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη αμφισβητούμενων λογιστικών
μεθόδων αναφορικά με την τεχνολογία του μέλλοντος, που
φλερτάρουν με τα όρια του φανταστικού. Αναφερόμαστε στις «αρνητικές
εκπομπές» που είναι το αντίθετο των εκπομπών καυσαερίων.
Πρόκειται για τεχνολογία που θεωρητικά θα απομακρύνει το
διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Συνεπώς μια τέτοια
καινοτομία θα δημιουργούσε περιθώρια για αρκετά υψηλότερες
εκπομπές ορυκτών καυσίμων στο μέλλον. Ετσι δίνεται μια λύση
στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, τουλάχιστον σύμφωνα με τα
λογιστικά μοντέλα του κλίματος. Βέβαια, υπάρχει ένα πρόβλημα
με αυτό το σενάριο. Το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ έχει
επισημάνει πως οι αρνητικές εκπομπές μπορούν να επιτευχθούν
από την εντατική αναδάσωση και την ανάπτυξη δασών ή με
προγράμματα που συνδυάζουν τη βιοενέργεια με τη δέσμευση και
την αποθήκευση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αν και
κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται εφικτό σε μικρής κλίμακας
προγράμματα, δημιουργεί αμφιβολίες για το πώς θα
επεκτεινόταν χωρίς να προκαλέσει σημαντικές κοινωνικές,
οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Επιστήμονες και οικονομολόγοι στηρίζουν τις ελπίδες τους,
κατά κύριο λόγο, σε μια νέα τεχνολογία που ονομάζεται
βιοτεχνολογία για τη δέσμευση και την αποθήκευση των
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, γνωστή και ως Beccs. Πάντως,
αυτή η τεχνολογία δεν εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο,
εάν συμπεριληφθούν οι αρνητικές εκπομπές σε αυτό τον
προϋπολογισμό τότε δίνεται η ευκαιρία στους οικονομολόγους
να αυξήσουν τις εκπομπές καυσαερίων. Μια τέτοια προσέγγιση
όμως στηρίζεται σε αμφίβολες τακτικές και υποθέτει την
ύπαρξη τεχνολογιών που δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί σε μεγάλη
κλίμακα και κανείς δεν γνωρίζει τους κινδύνους. Πράγματι,
δεν απαιτούν όλες οι τεχνολογίες μεγάλες εκτάσεις γης ή
αποθήκευσης για τη δέσμευση των εκπομπών διοξειδίου του
άνθρακα. Συν τοις άλλοις, οι τεχνολογίες αυτές θα πρέπει να
συζητηθούν και σε πολιτικό επίπεδο. Το πρόβλημα είναι ότι
συζητούνται τεχνολογίες μεγάλης κλίμακας για την επίτευξη
φιλόδοξων στόχων, αλλά παραμένουν σε εντελώς θεωρητικό
επίπεδο. Ορισμένοι επιστήμονες, για παράδειγμα, υποθέτουν
πως οι αρνητικές εκπομπές μπορούν να φθάσουν τους 600
γιγατόνους σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2100.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να επαναληφθούν τα
ίδια λάθη με τη χρηματοπιστωτική κρίση: η εξάρτηση από
οικονομικά μοντέλα που είναι εντελώς αποκομμένα από τον
πραγματικό κόσμο.
OLIVER GEDEN / INTERNATIONAL NEW YORK TIMES |