Ο
Eduardo Porter
έγραφε πριν από μερικές ημέρες στους
New York Times,
γιατί
ασχολούμαστε με τον Ντόναλντ Τραμπ; Αυτό εγείρεται ως το
μείζον ερώτημα μεταξύ των έκπληκτων Ρεπουμπλικανών, των
ανήσυχων συμμάχων της Αμερικής και των εξαντλημένων
αντιπάλων του από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Ωστόσο,
υπάρχει ένα ακόμα καλύτερο ερώτημα: Γιατί χρειάστηκε για
κάποιον σαν τον Ντόναλντ Τραμπ τόσος καιρός να εμφανιστεί
και να απειλήσει με διάλυση το πολιτικό σύστημα;
Κοιτάξτε γύρω σας στις προηγμένες οικονομίες και δημοκρατίες
της βιομηχανικής και ευημερούσας Δύσης. Θα διαπιστώσετε πως
παντού υπάρχουν εκδοχές του κ. Τραμπ και της πολιτικής που
εκείνος εκπροσωπεί.
Στη Δανία, αυτόν τον παράδεισο του κοινωνικού κράτους, που
αγαπά ο Μπέρνι Σάντερς, ένα τοπικιστικού προσανατολισμού
κόμμα, με θέσεις κατά της μετανάστευσης, της
πολυπολιτισμικότητας και της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας
εντός της Ε.Ε., κέρδισε άνω του ενός πέμπτου των ψήφων στις
περυσινές βουλευτικές εκλογές – ήταν το τριπλάσιο του
ποσοστού του από τις εκλογές του 1998.
Από το φινλανδικό κόμμα των Πραγματικών Φινλανδών μέχρι το
Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία, τα λαϊκίστικα κόμματα
με εθνικιστικές και ξενοφοβικές αποχρώσεις απαντούν παντού
στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης. Η Μαρίν Λεπέν του Εθνικού
Μετώπου της Γαλλίας έλαβε το σχεδόν 18% των ψήφων στον πρώτο
γύρο των προεδρικών εκλογών του 2015. Στην Αυστρία τώρα, ένα
ακροδεξιό κόμμα, το οποίο διατείνεται ότι η μετανάστευση θα
πρέπει να διακοπεί ώστε να προστατευθεί η πολιτιστική
ταυτότητα και η κοινωνική ειρήνη, έχασε κατ’ ελάχιστο τις
εκλογές της προηγούμενης Κυριακής για την ανάδειξη του
προέδρου της χώρας – ενός θεσμού με χαρακτήρα κυρίως
τελετουργικό, ο οποίος, όμως, έχει έντονο συμβολισμό. Οσο
ιδιαίτερος κι αν φαίνεται στην αμερικανική πολιτική σκηνή ο
Ντόναλντ Τραμπ,πιθανώς να μπορούσε να εκληφθεί ως εκπρόσωπος
μιας ευρύτερης και παγκόσμιας δυναμικής, αυτής η οποία
αντιστέκεται στις πολιτικές υπέρ του παγκόσμιου ανταγωνισμού
και των ανοιχτών συνόρων, σε ανθρώπους οι οποίοι για πολύ
καιρό έχουν ζήσει στην πλευρά των νικημένων. Δεν πρόκειται
για κάτι καινοφανές, αλλά κυκλικό. «Πρέπει να έχουμε κατά
νου ότι αυτή τη δυναμική την έχουμε ξαναδεί μέσα στην
Ιστορία», παρατηρεί ο Πολ ντε Γκρο, καθηγητής Ευρωπαϊκής
Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics.
Μετά τη «χρυσή εποχή» της παγκοσμιοποίησης στα τέλη του 19ου
και στις αρχές του 20ού αιώνα, ακολούθησε ο επονομαζόμενος
Μεγάλος Πόλεμος, δηλαδή ο Α΄ Παγκόσμιος. Η δυσαρέσκεια από
την παγκόσμια οικονομική καταστροφή της δεκαετίας του 1930
κατέληξε σε ακόμα έναν πόλεμο. «Η οπισθοδρόμηση στην
παγκοσμιοποίηση έφερε στο προσκήνιο μια προσέγγιση μηδενικού
αθροίσματος: για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, πρέπει να
βλάψουμε τον άλλον», υπογραμμίζει ο ιστορικός Χάρολντ Τζέιμς,
ειδικευμένος στην ευρωπαϊκή ιστορία στη Σχολή Δημοσίων και
Διεθνών Σπουδών Γούντροου Γουίλσον στο Πρίνστον.
«Επιτείνονται έτσι ο εθνικισμός και η πολεμοχαρής διάθεση».
Ο θυμός συσσωρεύεται. Η επέκταση του εμπορίου και η τόνωση
της μετανάστευσης γεννούν πιέσεις στις θέσεις εργασίας και
στους μισθούς της εργατικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα αποφέρουν
τεράστιο πλούτο στα χέρια μιας ολιγάριθμης ελίτ, ενισχύοντας
και την εξουσία της. Ελλείψει δράσεων για την άμβλυνση της
βλάβης και την ευρύτερη κατανομή των πλεονεκτημάτων της
παγκοσμιοποίησης, δεν δημιουργεί έκπληξη το ότι ο εύλογος
θυμός ενάντια στο κατεστημένο ανοίγει την πόρτα σε μη
πολιτικά ορθόδοξους επιχειρηματίες. Στο νέο του βιβλίο
«Παγκόσμια ανισότητα», ο Μπράνκο Μιλανόβιτς, του
Πανεπιστημίου Σίτι της Ν. Υόρκης, επιχειρηματολογεί για τη
συρρίκνωση της μεσαίας τάξης στον βιομηχανικό κόσμο. «Η
μεσαία τάξη εκτρέφει τη δημοκρατία και τη σταθερότητα και
αποφεύγει τα άκρα.
Οι εργάτες, που χάνουν τα ερείσματά τους στη μεσαία τάξη,
εκτίθενται περισσότερο στο δέλεαρ του λαϊκισμού», παρατηρεί
ο καθηγητής. «Η διευρυνόμενη ανισότητα στις ΗΠΑ δεν οδήγησε
σε λαϊκισμό αλλά σε πλουτοκρατική ισορροπία, όπου οι ελίτ
αγοράζουν την πολιτική εξουσία, οι φτωχοί συστηματικά
αποκλείονται και η εργατική τάξη παρακινείται να υποστηρίξει
το κατεστημένο μέσα από ζητήματα όπως ο γάμος των
ομοφυλοφίλων και ο έλεγχος της οπλοχρησίας». Ισως το πιο
τρομακτικό όλων, όπως τονίζει ο κ. Ντε Γκρο, είναι η
δραστική μεταστροφή των ψηφοφόρων ενάντια στον ορθό λόγο,
δίνοντας πλέον τα περιθώρια στους τσαρλατάνους να υποσχεθούν
τα πάντα με αντάλλαγμα να ανέλθουν στην εξουσία. |