Η νομοθεσία Ντοντ-Φρανκ σχεδιάστηκε, επί της ουσίας, για να
αποφευχθούν οι υπερβολές που έγιναν προ χρηματοπιστωτικής
κρίσης και να μην αναγκαστεί ξανά το κράτος να προχωρήσει
στη διάσωση των μεγαλύτερων τραπεζών του. Εκτοτε, όμως, έχει
ασκηθεί κριτική για την αποτελεσματικότητά της. Οπως
υπενθυμίζει ο Δημοκρατικός Μπέρνι Σάντερς, οι μεγάλες
τράπεζες δεν διασπάστηκαν σε μικρότερες.
H JPMorgan Chase, η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα, έχει
συρρικνωθεί από το 2014. Εντούτοις, αρχές του 2016 το
ενεργητικό της ήταν κατά 50% μεγαλύτερο από το 2007, χάρις
επί το πλείστον στην εξαγορά των Bear Stearns και Washington
Mutual το 2008 έναντι πολύ χαμηλού τιμήματος.
Στις αρχές της άνοιξης, οι εποπτικές αρχές ανακοίνωσαν πως
πέντε από τις οκτώ μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ δεν είχαν
παρουσιάσει ικανοποιητικά σχέδια για μια «ελεγχόμενη
χρεοκοπία», δεδομένου του μεγέθους τους και της
περιπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους.
Ελλοχεύει τέτοιος κίνδυνος σήμερα; Κατ’ αρχάς, ο κανόνας
Βόλκερ της νομοθεσίας Ντοντ-Φρανκ ανάγκασε τις τράπεζες να
καταργήσουν τη διαπραγμάτευση ιδίων κεφαλαίων. Οι τράπεζες
τις πούλησαν, μεταξύ άλλων, σε κεφάλαια αντιστάθμισης
κινδύνου.
Μια ακόμη ριψοκίνδυνη κατηγορία ήταν οι μονάδες σταθερού
εισοδήματος, όπου οι τράπεζες διαπραγματεύονταν ομόλογα και
παράγωγα πάνω σε αυτά. Το 2006, οι μονάδες σταθερού
εισοδήματος ήταν η μεγαλύτερη πηγή εσόδων σε τράπεζες όπως η
Goldman Sachs και η Morgan Stanley. Σήμερα, αντίθετα, το
ποσοστό των εσόδων τους από αυτές τις δραστηριότητες είναι
χαμηλότερο από το ήμισυ συγκριτικά με τα υψηλά επίπεδα του
2009 και συνεχίζει να μειώνεται περαιτέρω.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν τη
συντηρητικότερη ανάληψη κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της
παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της ελληνικής κρίσης χρέους
και των νέων κανόνων της νομοθεσίας Ντοντ-Φρανκ. Αλλά η
ισχυρότερη δύναμη στον συντηρητισμό των τραπεζών οφείλεται
σε απλούς λογιστικούς κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκειά
τους που επέβαλαν οι κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο.
Οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας αναγκάζουν τις τράπεζες να
εξασφαλίσουν ένα συγκεκριμένο ποσό κεφαλαίων (συνήθως από
τους επενδυτές) για κάθε δολάριο που δανείζουν ή
διαπραγματεύονται στις αγορές. Το 2010, οι κεντρικές
τράπεζες συμφώνησαν πως οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες θα
πρέπει να διπλασιάσουν ή να τριπλασιάσουν αυτά τα κεφάλαια.
Οσο πιο ριψοκίνδυνη είναι μια δραστηριότητα, τόσο
περισσότερα κεφάλαια απαιτούνται.
Σε πρώτη φάση, οι κανόνες αυτοί λειτούργησαν ως «φρένο» στις
ριψοκίνδυνες κινήσεις των τραπεζών λόγω απαίτησης για τη
συνεχή άντληση νέων κεφαλαίων. Πράγματι, όταν τράπεζες
ανακοινώνουν πως εγκαταλείπουν συγκεκριμένες δραστηριότητες,
αποδίδουν τις αποφάσεις τους στους αυστηρότερους κανόνες
κεφαλαιακής επάρκειας. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση
αναδίπλωσης από ριψοκίνδυνες δραστηριότητες είναι η Goldman
Sachs, η οποία κάποτε αντιπροσώπευε το τραπεζικό δαιμόνιο
και όλοι πίστευαν πως θα παρέκαμπτε τους νέους κανόνες μετά
την κρίση. Κατά ένα μεγάλο μέρος λόγω των νέων κανόνων
κεφαλαιακής επάρκειας, η Goldman έχει μειώσει αισθητά το
προσωπικό της από τις ριψοκίνδυνες και κερδοφόρες
δραστηριότητές της. Σήμερα έχει στραφεί σε πιο συντηρητικούς
επενδυτικούς τομείς, διότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι
χαμηλότερες. Eξακολουθούν να υπάρχουν άλλες ανησυχίες για τη
Wall Street, όπως είναι η χειραγώγηση των αγορών και τα
περιστατικά απάτης. Οπότε οι τράπεζες θα είναι ένα από τα
πρωταγωνιστικά θέματα στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Εντούτοις, ακόμη και εάν η Wall Street παραμένει ενεργό
ηφαίστειο, είναι λιγότερο επικίνδυνο από πριν.
NATHANIEL POPPER / THE NEW YORK TIMES |