Σε οποιαδήποτε αγορά, οι αποδόσεις ήταν μέτριες κατά τη
διάρκεια του 2015. Αυτό μπορεί να απογοήτευσε τους επενδυτές
που περίμεναν υψηλές αποδόσεις, τουλάχιστον σε ένα σκέλος
του χαρτοφυλακίου τους. Είναι, όμως, μια εξαιρετικά θετική
εξέλιξη για εκείνους που επιθυμούν τη σταθερή ανάπτυξη της
παγκόσμιας οικονομίας χωρίς νέες «φούσκες» στις τιμές των
περιουσιακών στοιχείων και τη μεταβλητότητα που προκαλούν
στις αγορές. Κατά τη διάρκεια του περυσινού έτους, κάποιοι
κέρδισαν λίγα χρήματα και άλλοι έχασαν λίγα χρήματα. Ωστόσο,
εξαιρουμένων των απότομων μεταβολών που σημειώθηκαν στις
τελευταίες συνεδριάσεις του 2015, όλες οι κατηγορίες των
επενδύσεων εμφάνισαν, κατά βάση, επίπεδες αποδόσεις. Αυτό
ισχύει και για τις μετοχές και για τα ομόλογα. Ενδεικτικό
είναι ότι ο αμερικανικός δείκτης S&P 500 εμφάνισε έως τη
συνεδρίαση της 28ης Δεκεμβρίου κέρδη 1,98%,
συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων. Δηλαδή η άνοδος ενός από
τους μεγαλύτερους χρηματιστηριακούς δείκτες της Wall Street
δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλότερη από τις αποδόσεις του 1,07% που
παρουσίασαν τα μεσοπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού
δημοσίου.
Πρόκειται για μια μεγάλη αντίθεση συγκριτικά με το 2014,
όταν οι αποδόσεις σε πολλές κατηγορίες μετοχών, ομολόγων,
ακινήτων και άλλων επενδυτικών προϊόντων κυμάνθηκαν κοντά
στα ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ολα «ευδοκιμούσαν», όπως
συνηθιζόταν να λένε στους κύκλους των αγορών.
Εάν, όμως, η άνοδος του 2014 συνεχιζόταν μέσα στο 2015, τότε
θα είχαν δημιουργηθεί «φούσκες» σε αρκετές αγορές, με
κίνδυνο να ακολουθούσε μια αναπόφευκτη και απότομη διόρθωση
των αξιών. Αντί αυτού, το παγκόσμιο ράλι στις τιμές των
περιουσιακών στοιχείων καταλάγιασε μέσα στο 2015.
Εξαίρεση του κανόνα αποτέλεσαν τα ομόλογα «σκουπίδια» (junk
bonds) και οι μετοχές των αναδυόμενων αγορών, όπου υπήρξε
απότομη προσγείωση με απώλειες. Ωστόσο, οι περισσότερες
κατηγορίες επενδύσεων έκλεισαν το έτος σε «ειρηνικό κλίμα»,
λαμβανομένων υπόψη και των κρίσιμων εξελίξεων που έλαβαν
χώρα το προηγούμενο δωδεκάμηνο. Χαρακτηριστικά αναφερόμαστε
στην εφαρμογή των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και στην πρώτη αύξηση του
βασικού επιτοκίου από την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed)
ύστερα από μια ολόκληρη δεκαετία.
Μία εξήγηση των τάσεων που επικράτησαν στις αγορές τα
προηγούμενα χρόνια είναι η ακόλουθη: από την άνοιξη του 2009
έως το 2014 επικρατούσε ένα ζωηρό ράλι στις τιμές σχεδόν
όλων των περιουσιακών στοιχείων με λίγα μόνο διαλείμματα.
Και αυτό το ράλι συμπορευόταν με τις παρεμβάσεις κάποιων από
τις ισχυρότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου.
Για παράδειγμα, η Fed αγόραζε ομόλογα του αμερικανικού
δημοσίου έως και 3,5 τρισ. δολαρίων επί μια πενταετία,
περιορίζοντας δραματικά την προσφορά των ασφαλών επενδύσεων
και ωθώντας τους επενδυτές να τοποθετήσουν τα χρήματά τους
σε πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία.
Αυτές οι ενέργειες βοήθησαν στο να προσαρμοστούν οι
επενδυτές σε τοποθετήσεις με χαμηλότερο αντίκρισμα, ενώ
αναλάμβαναν μεγαλύτερο κίνδυνο. Ετσι, οι τοποθετήσεις τους
οδήγησαν τις τιμές των μετοχών σε άνοδο πολύ ταχύτερα απ’
όσο θα αναμενόταν από τα κέρδη των επιχειρήσεων. Το
φθινόπωρο του 2011, εάν επένδυε κανείς 1.000 δολάρια στον
δείκτη S&P 500 θα εξασφάλιζε ετήσια κέρδη της τάξεως των 78
δολαρίων. Σήμερα, αντίστοιχη επένδυση των 1.000 δολαρίων
εξασφαλίζει 54 δολάρια σε ετήσιες αποδόσεις.
Οπότε πέτυχαν οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζιτών να
πείσουν τους επενδυτές να γίνουν ξανά ριψοκίνδυνοι έπειτα
από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση. Αλλά δεν πέτυχαν
στο να πυροδοτήσουν μια δυναμική ανάπτυξη στην παγκόσμια
οικονομία. |