Η Ευρωζώνη κάνει τη ζωή της δύσκολη σχετικά με το αν πρέπει
να θέσει ανώτατο όριο στα κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι
τράπεζες ή αν πρέπει να τις αναγκάσει να διατηρούν
περισσότερα κεφάλαια έναντι του πιστωτικού κινδύνου που
ενέχουν τα κρατικά ομόλογα της χώρας όπου έχει την έδρα της
η τράπεζα.
Όπως προσφάτως έγραφε το
Reuters,
η Γερμανία, η κυρίαρχη χώρα της Ευρωζώνης, έχει καταστήσει
τέτοια μέτρα «περιορισμού του ρίσκου», όπως τα χαρακτηρίζει,
προϋπόθεση ώστε να αποδεχθεί περαιτέρω «διαμοιρασμό του
ρίσκου», στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης μέσω κοινού
προγράμματος ασφάλισης καταθέσεων. Οι γερμανικές απαιτήσεις
έχουν εμποδίσει την επίτευξη προόδου προς την κατεύθυνση της
ενίσχυσης της Ευρωζώνης, προκαλώντας έντονες διαιρέσεις
μεταξύ των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών και χωρίζοντας τα
στελέχη της ΕΚΤ στα δύο, ανάλογα με το αν προέρχονται από
τον Βορρά ή τον Νότο. Στο αποκορύφωμα της κρίσης δημοσίου
χρέους της Ευρωζώνης το 2012, οι ηγέτες της Ε.Ε. είχαν
συμφωνήσει να δημιουργήσουν μια τραπεζική ένωση με την ΕΚΤ
ως τη μοναδική εποπτική αρχή και με στόχο να σπάσουν τον
λεγόμενο «φαύλο κύκλο» μεταξύ υπερχρεωμένων κρατών και
τραπεζών. Ωστόσο, αξιωματούχοι και στελέχη της αγοράς, καθώς
και οικονομολόγοι, σε συνέδριο την περασμένη εβδομάδα,
υποστήριξαν ότι το γερμανικό σχέδιο θα μπορούσε να
προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία παρά καλό και να πυροδοτήσει
δυνητικά ξεπούλημα στις αγορές ομολόγων, αυξάνοντας το
κόστος για τις τράπεζες και πλήττοντας μια σημαντική άμυνα
έναντι οικονομικών σοκ.
Η επιβολή ανωτάτου ορίου ή ο υπολογισμός ρίσκου για τα
κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες θα μπορούσαν να
αποσταθεροποιήσουν την αγορά ομολόγων που έχει εξασθενίσει
εξαιτίας των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων δανεισμού, της
περιορισμένης ρευστότητας κ.ά. Η Επιτροπή της Βασιλείας για
την εποπτεία των τραπεζών παγκοσμίως εξετάζει το ερώτημα των
κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του ρίσκου από κρατικά ομόλογα,
εν μέρει εξαιτίας της χρεοκοπίας της Ελλάδας το 2011, και
είναι πιθανό να τις αυξήσει. Παρ’ όλα αυτά, τα διαθέσιμα
στοιχεία υποδηλώνουν ότι η προσπάθεια ρήξης στη σχέση
τραπεζών και κρατών, η οποία ενίσχυσε την κρίση δημοσίου
χρέους το 2010-2012, θα μπορούσε να πλήξει κράτη και
τράπεζες της Νοτίου Ευρώπης που ακόμη προσπαθούν να
συνέλθουν από την κρίση. Αναδρομικά, ένα από τα διδάγματα
της κρίσης της Ευρωζώνης είναι ότι οι χώρες που είχαν μεγάλη
εξάρτηση από ξένους επενδυτές υπέστησαν μαζική εκροή
κεφαλαίων και αντιμετώπισαν μεγαλύτερες δυσκολίες σε σχέση
με χώρες όπως η Ιταλία, των οποίων τα ομόλογα κατείχαν
εγχώρια ιδρύματα. Οταν αποχώρησαν οι αγοραστές ελληνικών,
ιρλανδικών, πορτογαλικών και ισπανικών ομολόγων, η Ευρωζώνη
είχε αναγκαστεί να διασώσει οικονομικά αυτές τις χώρες.
Η Σαμπίνε Λάουτενσλαγκερ, μέλος της ΕΚΤ και υπεύθυνη για το
κανονιστικό πλαίσιο των τραπεζών, θέλει να εξαναγκαστούν οι
τράπεζες να διατηρούν περισσότερα κεφάλαια για τα κρατικά
ομόλογα της χώρας όπου έχουν την έδρα τους που έχουν στην
κατοχή τους. Ο Ινιάτσιο Βίσκο, κεντρικός τραπεζίτης της
Ιταλίας, ανησυχεί ότι η προτεινόμενη «θεραπεία» μπορεί να
αποδειχθεί πιο επικίνδυνη από την ίδια την «ασθένεια». «Η
επιβολή στάθμισης κινδύνου ή, ακόμη χειρότερα, η επιβολή
χαμηλού ορίου συγκέντρωσης (σ.σ. κρατικών ομολόγων) θα
μπορούσαν να αποδειχθούν ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικές για
τη δυνατότητα των τραπεζών να απορροφήσουν το σοκ στην
περίπτωση που εκδηλωθεί πίεση στα κρατικά ομόλογα», δήλωσε ο
κ. Βίσκο. «Προσωπική μου άποψη είναι ότι τα δυνητικά οφέλη
είναι αβέβαια, ενώ το δυνητικό κόστος θα μπορούσε να είναι
μεγάλο», προσθέτει. Ορισμένοι τραπεζίτες και διαχειριστές
κεφαλαίων αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο να πληρώσει
κανείς τόσο υψηλό πολιτικό αντίτιμο ώστε να επιτύχει κοινή
ασφάλιση των καταθέσεων στην Ευρωζώνη. Τέλος, υπάρχει η
υποψία ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε χρησιμοποιεί το θέμα ώστε να
καθυστερήσει την ενοποίηση της Ευρωζώνης μέχρι τις
γερμανικές βουλευτικές εκλογές το φθινόπωρο του 2017. |