Η ανυπαρξία ειδήσεων μπορεί να είναι κάτι καλό, ακόμα κι αν
οι αγορές δεν το αντιμετωπίζουν πάντα με αυτόν τον τρόπο.
Αυτό θα έλεγε κανείς ότι χαρακτηρίζει τη συνέντευξη του Μ.
Ντράγκι την προηγούμενη Πέμπτη. Όπως σχολίασε ο κ.
Schmieding Holger (επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg
Bank), εκτός από το να αναφερθεί σε δυνητικές
τεχνικές μεταβολές στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα δήλωσε ότι προς το παρόν δεν διακρίνει
κάποια ανάγκη για πρόσθετα μέτρα στήριξης της οικονομίας.
Αντ’ αυτού, η ΕΚΤ έδωσε έμφαση στο ότι το πρόγραμμα στήριξης
έχει αποτελέσματα και ότι η οικονομία της Ευρωζώνης
βρίσκεται σε σωστή πορεία, ώστε να μπορεί να έχει ανάπτυξη
1,6% και σταδιακή αναθέρμανση του πληθωρισμού. Κατά την
άποψή μου, τα δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτήν την εκτίμηση.
Προφανώς και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι έτοιμη να
δράσει, εάν υπάρξουν καθοδικές πιέσεις στις προοπτικές της
ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Ωστόσο, προς το παρόν, η ΕΚΤ
εστιάζει ως επί το πλείστον στο να εφαρμόσει ομαλά τη
νομισματική πολιτική της, με τον πρόεδρό της Μάριο Ντράγκι
να τη χαρακτηρίζει «ούτως ή άλλως ιδιαίτερα ευνοϊκή».
Αντιθέτως με τις διάχυτες προσδοκίες ότι η ΕΚΤ μπορεί να
ανακοινώσει επέκταση του προγράμματος αγοράς αξιογράφων
ύψους 80 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση πέραν της 31ης Μαρτίου
2017, τελικώς δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο την Πέμπτη. Οπως και
προηγουμένως, ο Μάριο Ντράγκι απλώς υπογράμμισε ότι «θα
εφαρμόζεται έως τον Μάρτιο του 2017 ή πέραν τούτου, εάν
χρειαστεί, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το Διοικητικό
Συμβούλιο διαπιστώσει βιώσιμη προσαρμογή στην πορεία του
πληθωρισμού ως προς τον στόχο του πληθωρισμού».
Η απόφαση αυτή έχει νόημα, κατά την άποψή μου. Πρώτον, με
επτά μήνες ακόμα να τρέχουν μέχρι την ολοκλήρωση του
προγράμματος, η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να βιάζεται. Μπορεί να
περιμένει να δει κατά πόσον θα επηρεάσει ο αντίκτυπος από το
βρετανικό δημοψήφισμα την οικονομία της Ευρωζώνης και πώς οι
πολιτικοί κίνδυνοι, όπως οι αμερικανικές εκλογές στις 8
Νοεμβρίου ή το ιταλικό δημοψήφισμα στα τέλη Νοεμβρίου ή στις
αρχές Δεκεμβρίου, θα την επηρεάσουν. Δεύτερον, κρίνοντας από
τα μέχρι σήμερα δεδομένα, οι οικονομικές προοπτικές δεν
έχουν επαρκώς μεταβληθεί, ούτως ώστε να αιτιολογούν επιπλέον
μέτρα οικονομικής στήριξης. Η ΕΚΤ διατήρησε σχεδόν
αμετάβλητες τις προβλέψεις των στελεχών της για την ανάπτυξη
και τον πληθωρισμό. Αν και αναθεώρησε οριακά προς τα πάνω
τις προβλέψεις του ΑΕΠ για το 2016 από το 1,6% στο 1,7%,
αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις του 2017 και του 2018
από το 1,7% στο 1,6%, δηλαδή στα επίπεδα ανάπτυξης της
Ευρωζώνης για το 2015. Αυτές οι προοπτικές δεικνύουν
σταθερότητα. Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ αναθεώρησε
προς τα κάτω τις προβλέψεις του 2017 από το 1,3% στο 1,2%,
αν και διατήρησε αμετάβλητη την ακόμα σημαντικότερη εκτίμηση
του 1,6% για το 2018.
Χωρίς να ανακοινώσει νέα μέτρα, η ΕΚΤ άφησε προσεκτικά την
πόρτα ανοιχτή σε περαιτέρω παρεμβάσεις νομισματικής
χαλάρωσης, τονίζοντας με έμφαση ότι οι κίνδυνοι για την
ανάπτυξη έχουν κατευνασθεί. Κατά την εκτίμησή μου, η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα επεκτείνει τελικά το πρόγραμμα
αγοράς τίτλων πέραν του προσεχούς Μαρτίου είτε πλήρως με τα
80 δισ. ευρώ είτε περιορίζοντας το εν λόγω ποσόν. Εάν, τώρα,
ο ρυθμός ανάπτυξης και ο δείκτης του πληθωρισμού αποδειχθεί
ότι εναρμονίζονται με τις προβλέψεις της ΕΚΤ, ενδεχομένως
μια σταδιακή αναδίπλωση να τεθεί σε εφαρμογή ήδη από τον
Απρίλιο του 2017. Αντιθέτως, εάν το πιστωτικό ίδρυμα κληθεί
στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου να αναθεωρήσει προς τα κάτω
την πρόβλεψη του πληθωρισμού ή του αναπτυξιακού ρυθμού ακόμα
και ελαφρώς, τότε μάλλον θα οδηγηθεί στο να επεκτείνει το
πρόγραμμα αγοράς τίτλων των 80 δισ. ευρώ κατά ένα εξάμηνο,
προτού αρχίσει να το περιστέλλει στα τέλη του 2017. Εν
κατακλείδι, ο κ. Ντράγκι σε πολεμική διάθεση στράφηκε
εναντίον όσων επικρίνουν την ΕΚΤ ότι κάνει περισσότερο κακό
παρά καλό. Η νομισματική χαλάρωση ουδέποτε απέδωσε καλύτερα
από σήμερα, όπως τόνισε, και προσέθεσε, τέλος: «Απαιτείται
ισχυρότερη οικονομία και σταθερή ζήτηση δανείων για
υψηλότερα επιτόκια». |