Τον τελευταίο αυτό έναν χρόνο, δε θα ήταν υπερβολή να πει
κανείς ότι μπορεί να έχουν γραφθεί και εκατομμύρια αναλύσεις
- σχόλια για τη στάση και το ρόλο των κεντρικών τραπεζών.
Και λογικό θα έλεγε κανείς, αφού
η σταθερή πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Ομοσπονδιακής
Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) σε συνδυασμό με τα μέτρα ποσοτικής
χαλάρωσης έχει τονώσει τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και τις
τιμές περιουσιακών στοιχείων.
Όπως όμως έγραφε προσφάτως ο οικονομικός αναλυτές της
Berennberg,
παρά αυτήν τη κίνηση των κεφαλαιαγορών, η οικονομία δεν
επηρεάστηκε αναλόγως.
Ειδικότερα, όπως είχε σχεδιαστεί, οι προσπάθειες της Fed να
μειωθούν οι αποδόσεις των ομολόγων και το πραγματικό κόστος
κεφαλαίου παρότρυναν τους επενδυτές να αναλάβουν ρίσκο και
οι μετοχές ενισχύθηκαν μαζί με τις τιμές ακινήτων. Πάντως,
το ονομαστικό ΑΕΠ είχε ουσιαστικά πιο αργή αύξηση το 2015
και έφθασε στο 2,5%, όταν ο μέσος όρος του 3,9% της
προηγούμενης εξαετίας εθεωρείτο υποτονικός, ενώ η πραγματική
ανάπτυξη αργεί πολύ. Το πιο απογοητευτικό στοιχείο έχει να
κάνει με την αργή αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων,
ανεξαρτήτως του ότι η Fed πέτυχε να μειώσει το πραγματικό
κόστος κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι η
νομισματική πολιτική και η αβεβαιότητα για το μέλλον έχουν
περιορίσει την αναμενόμενη απόδοση των επενδύσεων και
αύξησαν τα εμπόδια.
Εν τω μεταξύ, οι μειωμένες επενδύσεις είχαν ως αποτέλεσμα να
μειωθεί η παραγωγικότητα και να πληγούν οι προσδοκίες για
ανάπτυξη και εισοδηματικές αυξήσεις. Πάντως, η κατανάλωση
και οι επενδύσεις σε κατοικίες είχαν μια σχετικά σταθερή
αύξηση. Η προαναφερθείσα κατάσταση και οι τάσεις της
οικονομίας αποτυπώνονται στο ότι τα φυσικά επίπεδα επιτοκίων
έχουν υποχωρήσει, ενώ και οι εκτιμήσεις του δυνητικού ρυθμού
ανάπτυξης έχουν αναθεωρηθεί δραστικά προς τα κάτω.
Κατόπιν αυτών, πλέον η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αρχίζει να
αναγνωρίζει ότι η επίδραση της νομισματικής πολιτικής της
στην οικονομία έχει όρια. Επιπλέον ότι υπάρχουν καθοριστικοί
για την ανάπτυξη παράγοντες οι οποίοι δεν τίθενται υπό τον
έλεγχό της και την παρεμποδίζουν. Λόγου χάριν, οι
κεφαλαιακές δαπάνες των επιχειρήσεων έχουν επιβραδυνθεί λόγω
του υψηλότερου ποσοστού του ΑΕΠ στη χαμηλότερης εντάσεως
κεφαλαίου παραγωγή, ειδικά σε ορισμένες υπηρεσίες εντάσεως
εργασίας. Ενας άλλος λόγος των μικρών επενδύσεων είναι η
αυξημένη ροή ξένων επενδύσεων και θέματα υπολογισμών.
Επιπροσθέτως, αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη και στις
εταιρικές επενδύσεις έχουν και οι κρατικές πολιτικές σε
επίπεδο οικονομίας, ρύθμισης και φορολόγησης. Αν και στην
πλειονότητά τους οι πολιτικές αυτές επηρεάζουν ελάχιστα τη
μακροοικονομική απόδοση, έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο στις
οικονομικές αποφάσεις και στις δαπάνες των νοικοκυριών.
Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να κάνει η Fed; Πρώτον, να αρχίσει να
διαμορφώνει τα επιτόκια σε επίπεδα που δεν θα προξενούσαν
παράπλευρες απώλειες και θα ήταν συμβατά με τις προβλέψεις
και, δεύτερον, να εντείνει την επικοινωνία της με αναλυτές,
επενδυτές και αγορές, ώστε να προβάλει τον ρόλο που αρμόζει
στη νομισματική πολιτική για την επίτευξη μακροπρόθεσμων
στόχων. Παράλληλα, θα πρέπει να αμβλύνει το βάρος που δίνει
σε βραχυπρόθεσμα ζητήματα της οικονομίας και της αγοράς.
Αυτό συμπεριλαμβάνει σαφέστερη εξήγηση ότι οι κυβερνητικές
πολιτικές έχουν συμβάλει σε χαμηλότερη δυνητική ανάπτυξη και
ότι η Fed αδυνατεί να κάνει οτιδήποτε σχετικά με την έκβαση
της οικονομικής ανάπτυξης. Μια τέτοια πρωτοβουλία δεν θα
βλάψει την οικονομία. Αντιθέτως, θα διευρύνει την αξιοπιστία
της τράπεζας και θα στρέψει τη δημόσια συζήτηση για την
οικονομική πολιτική στις πραγματικές αιτίες της
απογοητευτικής απόδοσης της οικονομίας. |