Η δέσμευση των G20, των είκοσι ισχυρότερων κρατών του
κόσμου, να αποφεύγουν τους νομισματικούς πολέμους φαίνεται
αδύναμη.
Όπως έγραφε προσφάτως το
Reuters,
oι
υπουργοί Οικονομικών με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στα φλέγοντα
ζητήματα της παγκόσμιας οικονομίας δεν ζήτησαν από τις ΗΠΑ
να καθυστερήσουν μια αύξηση των επιτοκίων, ούτε παρουσίασαν
εναλλακτικό σχέδιο για την αναχαίτιση των τεράστιων εκροών
κεφαλαίων από την Κίνα και άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Χωρίς αυτά τα δυο βήματα, οι ισοτιμίες αρκετών οικονομιών
από τους G20 θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν μεγάλες μεταβολές
έναντι του δολαρίου.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) τόνισε τον Ιούνιο ότι η
Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα πρέπει να καθυστερήσει
για το επόμενο έτος την αύξηση του βασικού επιτοκίου, που θα
είναι πρώτη ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία. Η Κριστίν
Λαγκάρντ, επικεφαλής του ΔΝΤ, επανέλαβε, στο πλαίσιο της
συνάντησης των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών
τραπεζιτών των G20 στην Αγκυρα, ότι οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να
σπεύσουν σε μια αύξηση των επιτοκίων. Ωστόσο, όταν ήρθε η
στιγμή οι εκπρόσωποι των είκοσι ισχυρότερων οικονομιών του
κόσμου να συνυπογράψουν το κοινό ανακοινωθέν στις 5
Σεπτεμβρίου, ενθάρρυναν ουσιαστικά την αύξηση των επιτοκίων
σε ΗΠΑ και Βρετανία, όπου το βασικό κόστος δανεισμού
κινείται επίσης σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αναλυτικότερα,
στο κοινό ανακοινωθέν αναφέρεται πως η νομισματική
περιοριστική πολιτική είναι «περισσότερο πιθανή» στις
ανεπτυγμένες οικονομίες.
Εάν η αύξηση του βασικού επιτοκίου στις οικονομίες αυτές
εντείνει τις ήδη μεγάλες εκροές κεφαλαίων στις αναδυόμενες
αγορές, τότε θα επιδεινωθεί η διολίσθηση των ισοτιμιών τους
έναντι του δολαρίου. Και δεν θα πρόκειται για μια
«ανταγωνιστική υποτίμηση», υπό την έννοια ότι οι κυβερνήσεις
αυτών των χωρών θα επιδιώξουν να επωφεληθούν άδικα από το
συγκριτικό πλεονέκτημα των φθηνότερων εξαγωγών τους. Σε κάθε
περίπτωση, θα πυροδοτήσει περαιτέρω υποτίμηση των νομισμάτων
στις αναδυόμενες οικονομίες.
Τα λόγια δεν αρκούν για να αντιστρέψουν τις εκροές κεφαλαίων
από αυτές τις χώρες. Ομως, οι G20 δεν διαθέτουν εναλλακτικά
μέσα. Αν και οι ισχυρότεροι παράγοντες της παγκόσμιας
οικονομίας συμφώνησαν ότι βασική προτεραιότητα είναι η
ενίσχυση των επενδύσεων, δεν έχουν χαράξει σχέδιο
χρηματοδότησης για τις αναδυόμενες αγορές. Οι πάγιες
επενδύσεις στην Τουρκία, τη χώρα που φιλοξένησε το περασμένο
Σαββατοκύριακο τη συνάντηση των G20, έχουν επιβραδυνθεί σε
πραγματικούς όρους κατά τη διάρκεια των 9 από τα 16
προηγούμενα τρίμηνα. Επικρατεί όλο και μεγαλύτερη
νευρικότητα μεταξύ των επενδυτών για τον αποπληθωρισμό στην
παγκόσμια οικονομία. Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου, που μια
υποχώρηση του γουάν στην Κίνα κατά 3% πυροδότησε παγκόσμιο
κύμα ρευστοποιήσεων στις αγορές μετοχών και εμπορευμάτων τον
περασμένο μήνα. Επιπροσθέτως, είναι πολύ μικρή η προοπτική
συντονισμού των οικονομικών πολιτικών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Οι G20 αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την απειλή του
αποπληθωρισμού. Δεν τοποθετήθηκαν στο επίμαχο ζήτημα του
χρέους στον ιδιωτικό τομέα. Οι υπουργοί Οικονομικών
υποσχέθηκαν «την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή» των
στρατηγικών τους για την ανάπτυξη. Και εάν δεν ληφθεί καμία
πρακτική πρωτοβουλία, τότε και αυτή η υπόσχεση θα είναι
κενή.
ANDY MUKHERJEE / REUTERS |