Μιλώντας τη Δευτέρα ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την
προεδρία των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να παρουσιάσει
τον εαυτό του ως έναν πρόεδρο που φέρει νέες θέσεις εργασίας
και ευημερία, ενώ προειδοποίησε ότι η αντίπαλός του Χίλαρι
Κλίντον θα επιφέρει στασιμότητα στην οικονομία. Λέγοντας ότι
θέλει «συζήτηση για το πώς θα κάνουμε και πάλι μεγάλη την
Αμερική για όλους, ιδίως για όσους έχουν τα λιγότερα», ο κ.
Τραμπ παρουσίασε τα σχέδιά του για την απλούστευση του
φορολογικού συστήματος, για την αναθεώρηση της ενεργειακής
πολιτικής των ΗΠΑ και για την ακύρωση των εμπορικών
συμφωνιών. Η ομιλία του ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη για να
έχει απήχηση στην εργατική τάξη, η οποία έχει βρεθεί στο
επίκεντρο της προεκλογικής του εκστρατείας. Η φορολογική
πολιτική που παρουσίασε σε αδρές γραμμές ο κ. Τραμπ
ακολουθεί την πολιτική που υποστηρίζουν επί χρόνια οι
Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο. Περιλαμβάνει μείωση της
φορολογίας για τους πλούσιους και μερικές αλλαγές στο
κανονιστικό πλαίσιο. Η οικονομική ατζέντα του κ. Τραμπ
αποκαλύπτει τη θέλησή του να ακυρώσει μακροχρόνιες εμπορικές
συμφωνίες και να επιφέρει αναστάτωση στις διεθνείς
οικονομικές σχέσεις, με την ελπίδα ότι θα μειώσει το
εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ.
Ο κ. Τραμπ υιοθέτησε το φορολογικό σχέδιο που είχαν
παρουσιάσει μερικούς μήνες νωρίτερα οι Ρεπουμπλικανοί στη
Βουλή των Αντιπροσώπων και το οποίο περιλαμβάνει μείωση του
ύψους της φορολογίας για όλους του Αμερικανούς, ιδιαίτερα
όμως για τους πλούσιους. Για την ακρίβεια, περιλαμβάνει τη
μείωση της φορολογίας στο 33% από το 39,6% που είναι σήμερα
για όσους κερδίσουν τα περισσότερα χρήματα. Ο κ. Τραμπ
ζήτησε επίσης την ακύρωση του «φόρου θανάτου». Δεν ανέφερε
ότι η φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας ως έχει σήμερα
εξαιρεί τα πρώτα 5,45 εκατ. δολάρια για ένα άτομο ή τα πρώτα
10,9 εκατ. δολάρια για ένα ζευγάρι, γεγονός που σημαίνει ότι
αυτόν τον φόρο τον πληρώνουν μόνον οι πολύ πλούσιοι
Αμερικάνοι. Αν η περιουσία του κ. Τραμπ είναι τόσο μεγάλη
όσο υποστηρίζει ότι είναι, τότε οι κληρονόμοι του θα
κέρδιζαν πολλά από την ακύρωση αυτού του φόρου. Ο μέσος
Αμερικανός εργάτης ή ακόμη και ο σχετικά ευκατάστατος
συνταξιούχος δεν θα είχαν τίποτα να κερδίσουν. Ο κ. Τραμπ
τάχθηκε επίσης υπέρ της εξαίρεσης από το φορολογητέο
εισόδημα των χρημάτων που δαπανούν οι γονείς για να
μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Αυτό ίσως να ακούγεται καλό για
τον μέσο εργαζόμενο, αλλά με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα
το αμερικανικό φορολογικό σύστημα η πρότασή του θα ωφελούσε
περισσότερο την ανώτερη μεσαία τάξη και τις πιο πλούσιες
οικογένειες και σχεδόν καθόλου τις οικογένειες με χαμηλά
εισοδήματα.
Ο κ. Τραμπ υποστήριξε επίσης ότι θα πρέπει να μειωθεί το
ύψος της εταιρικής φορολογίας στο 15% από 35% που είναι
σήμερα. Η πρόταση γίνεται ενώ έχει προηγηθεί μία δεκαετία
κατά την οποία τα εταιρικά κέρδη μετά την καταβολή φόρων
έχουν αυξηθεί κατά πολύ ως ποσοστό επί του εθνικού
εισοδήματος, ενώ έχει μειωθεί το ποσοστό των μισθών. Η
υιοθέτηση των προτάσεων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στα
φορολογικά είναι σημάδι ότι τουλάχιστον σε αυτό το θέμα ο κ.
Τραμπ προσπαθεί να υιοθετήσει τις αρχές του. Ο κ. Τραμπ
ορθώς είπε ότι η πρότασή του θα μείωνε τα ομοσπονδιακά
φορολογικά έσοδα. Ωστόσο δεν ανέφερε ότι θα ωφελούνταν
δυσανάλογα οι πλούσιοι. Σύμφωνα με την ανάλυση από τον
ανεξάρτητο οργανισμό ερευνών για τη φορολογική πολιτική Tax
Foundation, η πρόταση του κ. Τραμπ θα οδηγούσε σε αύξηση του
εισοδήματος για οικογένειες μεσαίου εισοδήματος μετά την
καταβολή φόρων κατά 0,2%. Για το 1% των Αμερικανών με τα
υψηλότερα εισοδήματα θα οδηγούσε σε αύξηση του εισοδήματος
κατά 5,3%. Σύμφωνα με την ανάλυση του Tax Foundation, αν
ίσχυε το σχέδιο του κ. Τραμπ, τα φορολογικά έσοδα θα
μειώνονταν κατά 2,4 τρισ. δολάρια την ερχόμενη δεκαετία.
NEIL IRVIN, ALAN RAPPEPORT THE NEW YORK TIMES
|