Οι διακυμάνσεις στις αγορές είναι ήπιες, τα επίσημα στοιχεία
επιβεβαιώνουν πως υπάρχει αύξηση των εισοδημάτων στη μεσαία
τάξη και ένα μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος
καταλήγει στους εργαζομένους. Προς το παρόν, τουλάχιστον,
δεν υπάρχει κανένας αντιληπτός κίνδυνος στον ορίζοντα της
παγκόσμιας οικονομίας και ο πληθωρισμός φαίνεται να
ενισχύεται στις ΗΠΑ.
Όπως σημειώνονταν στο
Reuters,
εάν η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed),
Τζάνετ Γέλεν, αποφασίσει να αποδείξει πως οι αξιωματούχοι
νομισματικής πολιτικής δεν αναγκάζονται να συμβιβαστούν με
τις προσδοκίες των επενδυτών -οι οποίοι έχουν μαντέψει τις
κινήσεις της Fed επί σειρά ετών- τότε ίσως να δίνεται αυτή
την εβδομάδα μια σπάνια ευκαιρία για να το αποδείξει.
Η Fed είναι αρκετά διχασμένη εν όψει της συνεδρίασης στις 20
και 21 Σεπτεμβρίου που έστω και ένα νεύμα από την κ. Γέλεν,
η οποία έχει μεγαλύτερη σφαίρα επιρροής, θα κάνει τη διαφορά.
Ακόμη και ορισμένοι επενδυτές έχουν αρχίσει να τονίζουν πως
η Fed θα πρέπει να ενεργήσει ανεξάρτητα από το τι
ευελπιστούν οι αγορές ότι θα κάνει. «Ας γίνει ό,τι είναι να
γίνει», σχολιάζει ο Μάικλ Αρόν, επικεφαλής στρατηγικών
επενδύσεων στην State Street Global Advisors. «Θα υπάρξουν
προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η αγορά, αλλά θα
είναι μια υγιής κίνηση στα φυσιολογικά όρια του οικονομικού
κύκλου», σχολίασε ο κ. Αρόν. «Θα αυξήσει το κόστος κεφαλαίου
και θα ξεκαθαρίσει ορισμένες ριψοκίνδυνες επενδύσεις στο
βραχυπρόθεσμο μέλλον. Αλλά, ίσως, αυτό να είναι το σωστό».
Ερευνα του πρακτορείου Reuters έδειξε πως μια τέτοια
πιθανότητα είναι πολύ μακρινή. Σύμφωνα με τα πορίσματα της
έρευνας που στηρίχθηκε σε οικονομολόγους, η μέση πιθανότητα
για αύξηση του βασικού επιτοκίου των ΗΠΑ είναι μία στις
τέσσερις. Μόνον το 6% των οικονομολόγων που ερωτήθηκαν
θεωρούν πως η Fed είναι έτοιμη να δράσει, με την πλειοψηφία
αυτών να αναμένουν μια κίνηση μέχρι τον Δεκέμβριο. Στην
προθεσμιακή αγορά φαίνεται πως οι επενδυτές είναι ακόμη πιο
επιφυλακτικοί από τους οικονομολόγους της έρευνας του
Reuters. Θεωρούν πως η Fed θα διατηρήσει αμετάβλητο το
βασικό επιτόκιο στο φάσμα 0,25% με 0,5% μέχρι τον Φεβρουάριο
– κλείνοντας πάνω από έναν χρόνο από την προηγούμενη αύξηση,
όταν είχε υπονοηθεί πως θα ακολουθήσουν και άλλες μέχρι
σήμερα. Μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει.
Πολλοί επενδυτές, οικονομολόγοι, ακτιβιστές και ορισμένοι
αξιωματούχοι υποστηρίζουν πως η οικονομία δεν είναι ακόμη
έτοιμη για μια αύξηση του κόστους δανεισμού. Οι προσδοκίες
των επενδυτών για τη συνέχιση της χαλαρής πολιτικής από τη
Fed, με φθηνό κόστος δανεισμού στην αμερικανική οικονομία –η
αύξηση του περασμένου Δεκεμβρίου ήταν η πρώτη έπειτα από
σχεδόν μια δεκαετία– αντανακλούν μια ευρεία ανησυχία για την
ισχύ της ανάκαμψης στην αμερικανική οικονομία. Αυτές οι
προσδοκίες μπορεί να αντικατοπτρίζουν αμφιβολίες για το
μήνυμα που έχει στείλει η κ. Γέλεν πως σήμερα περισσότερο
από ποτέ είναι ισχυρό το επιχείρημα για μια αύξηση του
βασικού επιτοκίου. Οσο περισσότερο οι επενδυτές απορρίπτουν
την πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων τόσο μεγαλύτερος είναι
ο κίνδυνος μιας υπερβολικής αντίδρασης εκ μέρους τους εάν
γίνει κάτι τέτοιο, με αρνητικές ίσως επιπτώσεις για όλη την
οικονομία.
Η Fed έχει «παγιδευθεί» στον ρυθμό των αγορών εδώ και μια
πενταετία. Είναι δε αξιοσημείωτο πως η προθεσμιακή αγορά
συναλλάγματος το 2011 είχε προβλέψει αύξηση του βασικού
επιτοκίου εντός της επόμενης πενταετίας, αυτή η άποψη έχει
αντικατασταθεί από την προσδοκία ότι το κόστος δανεισμού
στις ΗΠΑ θα παραμείνει χαμηλό για ακόμη μία δεκαετία. Αυτή η
πεποίθηση φαίνεται να ισχυροποιείται όλο και περισσότερο,
καθώς βρίσκει πρόσφορο έδαφος από τη διστακτικότητα της Fed
να αυξήσει τα επιτόκιά της, παρά το γεγονός ότι η οικονομία
προσεγγίζει τους στόχους της για την απασχόληση και τον
πληθωρισμό. |