Όπως σχολίαζαν οι
Holger Schmieding
και Κallum
Pickering
(Ανώτατοι
οικονομολόγοι της Βerenberg Bank) η οικονομία
της Ιταλίας φέρει ακόμα τα τραύματα από την αιφνίδια
μετάβασή της από μια μαζική σε μια εξειδικευμένη αγορά για
την παραγωγή ειδών πολυτελείας, όπως την «υποχρέωσε» να
κάνει η Κίνα.
Σύμφωνα με τους
Holger Schmieding
και Κallum
Pickering,
λίγες ανεπτυγμένες χώρες κλήθηκαν να επωμιστούν αυτό το
βάρος προσαρμογής.
Παράλληλα, υπήρχε στην Ιταλία ένα δύσκαμπτο διαρθρωτικό
σύστημα. Ο συνδυασμός διόγκωσε το πρόβλημα, ενώ οι πρόσφατες
μεταρρυθμίσεις έχουν σημαντικά βελτιώσει τις οικονομικές
προοπτικές της.
Ωστόσο απαιτείται χρόνος για να αποδώσουν και προς το παρόν
η αβεβαιότητα όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό παρεμποδίζει
τις επιχειρηματικές επενδύσεις και δυσχεραίνει τον
οικονομικό μηχανισμό να προσελκύσει νέα κεφάλαια για να
στηρίξει τις προβληματικές τράπεζες. Σε επίπεδο εσωτερικής
πολιτικής, η άνοδος και η πτώση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο
οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1994 έως το 2011, άφησε
πίσω της μια Κεντροδεξιά που έχασε τον προσανατολισμό της
και κατακερματίστηκε.
Απόρροια της μεταμόρφωσής της αυτής ήταν η Ιταλία να είναι η
μοναδική μεγάλη χώρα στην Ευρωζώνη χωρίς μια φιλοευρωπαϊκή
και ξεκάθαρα υπεύθυνη πολιτική δύναμη ως εναλλακτική στη
σημερινή κυβέρνηση.
Στις αρχές του 2016, ο πρωθυπουργός της χώρας Ματέο Ρέντσι
συνέδεσε το πολιτικό του μέλλον με την έκβαση του
δημοψηφίσματος στις 4 Δεκεμβρίου, το οποίο αφορά τη
συνταγματική αναθεώρηση για να διευκολυνθούν οι
μεταρρυθμιστικές διεργασίες. Αυτό θα μπορέσει να γίνει
εφικτό με την υποβάθμιση του ρόλου της Ανω Βουλής, δηλαδή
της Γερουσίας.
Οι δημοσκοπήσεις μέχρι στιγμής δείχνουν ότι η στήριξη για
την αναθεώρηση, την οποία απολάμβανε αρχικά ο κ. Ρέντσι,
σταδιακά υποχωρεί, με το 60% των ερωτηθέντων να αντιτάσσεται
σε αυτήν.
Εάν όντως εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, θα υπάρξουν
ασφυκτικές πιέσεις για να παραιτηθεί ο Ιταλός πρωθυπουργός,
ακόμα κι αν σήμερα δεν είναι γνωστό πώς θα αντιδράσει.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πρόεδρος της Ιταλίας Σέρτζιο
Ματαρέλα θα κάνει τα πάντα για να αποφευχθούν αφενός μια
παρατεταμένη περίοδος πολιτικής αστάθειας και αφετέρου η
προσφυγή στις κάλπες. Οι εθνικές εκλογές στην Ιταλία
αναμένεται να διεξαχθούν κανονικά τον Μάιο του 2018. Θα
μπορούσε, βέβαια, να ζητήσει από τον Ματέο Ρέντσι να
παραμείνει στην πρωθυπουργία και να σχηματίσει νέα κυβέρνηση.
Διαφορετικά, ο πρόεδρος της Ιταλίας θα μπορούσε να αναθέσει
τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης σε άλλο μέλος του
κεντροαριστερού κόμματος του κ. Ρέντσι ή σε κάποιον
τεχνοκράτη. Ισως να μπορούσε να πείσει το κόμμα του κ.
Μπερλουσκόνι να εισέλθει στην κυβέρνηση, ενώ εάν τίποτε από
τα προαναφερθέντα δεν γίνει, τότε θα προκηρυχθούν πρόωρες
εκλογές του χρόνου την άνοιξη. Βέβαια, οι πρόωρες εκλογές θα
προκαλέσουν αναταραχή στις αγορές και στην εθνική οικονομία.
Πιθανότατα οι δύο κύριες αντιπολιτευόμενες προς τον Ματέο
Ρέντσι δυνάμεις, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η δεξιά
Λέγκα του Βορρά, να οργανώσουν εκστρατεία με στόχο να
διεξαχθεί δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη.
Φυσικά δεν θα κερδίσουν τις εκλογές οι ακραίες δυνάμεις.
Ακόμα, όμως, και να γινόταν, θα δυσκολεύονταν πάρα πολύ να
ζητήσουν ένα τέτοιο δημοψήφισμα, το οποίο δεν μπορεί να
αιτιολογηθεί από το ιταλικό Σύνταγμα, όπως επισημαίνουν
Ιταλοί νομομαθείς. Πάντως είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες η
Ιταλία να κάνει ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Επιπροσθέτως, η
θύελλα έπειτα από ένα δημοψήφισμα για το ευρώ θα ήταν τόσο
μεγάλη για την ιταλική οικονομία, ώστε θα ωθούσε τους
ψηφοφόρους να στηρίξουν το ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά, η ιταλική δημόσια συζήτηση για το ευρώ και τα
τεκταινόμενα στην πολιτική σκηνή της χώρας αποτελούν, επί
του παρόντος, τους βασικούς παράγοντες κινδύνου στην
Ευρωζώνη. |