Οταν οι μύλοι που γέννησαν τη Βιομηχανική Επανάσταση σε
πόλεις όπως το Μάντσεστερ και το Μπέρμιγχαμ αντιπροσωπεύαν
τη βρετανική οικονομία έως τα μέσα του 20ού αιώνα, ο Ρόμπερτ
Στίβενσον ήταν συχνός επισκέπτης των Μίντλαντς.
Όπως σχολίαζαν οι
New York Times,
η Eastman Machine, η εταιρεία που ιδρύθηκε από την
οικογένειά του στη Νέα Υόρκη προ 128 ετών, διέθετε ένα
μεγάλο εργοστάσιο 100 μίλια βόρεια του Λονδίνου. Τότε η
Βρετανία αντανακλούσε το ένα πέμπτο των πωλήσεων της
εταιρείας.
Σήμερα, η Βρετανία παραμένει μια σημαντική αγορά για τα
εξελιγμένα κοπτικά εργαλεία της εταιρείας. Εντούτοις, το
εργοστάσιο έκλεισε στη χώρα τη δεκαετία του ‘70. Οι ανάγκες
των Βρετανών καταναλωτών, στις μέρες μας, εξυπηρετούνται από
τη βασική εργοστασιακή μονάδα της Eastman στο Μπάφαλο των
ΗΠΑ και από ένα μικρότερο εργοστάσιο στην Κίνα.
Οπότε ο κ. Στίβενσον δεν εξεπλάγη από το αποτέλεσμα του
βρετανικού δημοψηφίσματος, επειδή αποτελεί άμεση απειλή για
τη βιωσιμότητα της εταιρείας του. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός
ότι οι Βρετανοί τάχθηκαν υπέρ της αποχώρησης της χώρας τους
από την Ε.Ε. υποδηλώνει οικονομικούς κινδύνους για το μέλλον.
«Είναι αδύνατο να προβλεφθούν οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στην
παγκόσμια οικονομία. Ανησυχούμε μήπως και άλλες χώρες
αποφασίσουν να κλείσουν τα σύνορά τους», σχολιάζει ο κ.
Στίβενσον και με τα λόγια αυτά αντικατοπτρίζει τον
προβληματισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Παρά την αναταραχή των διεθνών αγορών μετά το δημοψήφισμα
για το Brexit, δεν εντοπίζεται άμεσος κίνδυνος για την
αμερικανική οικονομία. Ωστόσο, η απόφαση των Βρετανών να
παύσουν να είναι μέλη της Ε.Ε. αντανακλά το τέλος εποχής
στην απελευθέρωση των αγορών, που εδώ και χρόνια αποτελεί
κινητήριο δύναμη στην κερδοφορία εταιρειών όπως η Eastman
Machine.
Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, η πολιτική
και η οικονομία ήταν δύο δυνάμεις που κινούνταν στην ίδια
κατεύθυνση. Οι ελίτ στις δύο όχθες του Ατλαντικού ευνοούσαν
την υιοθέτηση πολιτικών όπως η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου
Βόρειας Αμερικής (NAFTA) με τον Καναδά και το Μεξικό, την
υιοθέτηση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος και την ένταξη
της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Οι επιχειρήσεις
επιδοκίμαζαν αυτές τις κινήσεις, αλλά οι ψηφοφόροι δεν
συμμερίζονται πια τον ενθουσιασμό τους όπως κάποτε.
«Πιστεύω πως η αντίδραση των διεθνών αγορών στο Brexit αφορά
λιγότερο τις άμεσες οικονομικές συνέπειες και περισσότερο
τον λαϊκισμό που έχει καλλιεργηθεί και τις τυχόν επιπτώσεις
του στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων», δηλώνει ο Γκλεν Χάμπαρτ,
κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος στην κυβέρνηση του πρώην
προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους του νεότερου και νυν πρύτανης
στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Κολούμπια. Το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit αντανακλά τη
βαθιά δυσπιστία που μοιράζονται οι ψηφοφόροι στην Ευρώπη για
τα οφέλη του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, αλλά και την
κοινή πεποίθηση για την αποξένωση των κυβερνητικών θεσμών,
από την Ουάσιγκτον μέχρι τις Βρυξέλλες. Οι τάσεις αυτές
είναι πολύ ισχυρές, ισχυρίζεται ο ίδιος. Ωστόσο, προσθέτει ο
Γκλεν Χάμπαρτ, «δεν πιστεύω πως δημιουργούνται φόβοι για
ύφεση στις ΗΠΑ».
Σε όρους εμπορίου, η Βρετανία δεν είναι καν ένας από τους
βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Σύμφωνα με επίσημα
στοιχεία, οι εξαγωγές των ΗΠΑ στη Βρετανία διαμορφώθηκαν
πέρυσι στα 56 δισ. δολάρια ή στο 0,3% του ΑΕΠ. Οι ΗΠΑ
χωρίζονται γεωγραφικά από τον υπόλοιπο κόσμο, παρά το
γεγονός ότι είναι κυρίαρχη δύναμη της παγκοσμιοποίησης. Οι
συνολικές εξαγωγές αναλογούν στο 13,4% του ΑΕΠ, σύμφωνα με
την Παγκόσμια Τράπεζα. Βέβαια, το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει
το 30% στη Βρετανία, μια ισχυρή οικονομική δύναμη σε ένα
νησί. |