Τα τελευταία 15 χρόνια, με τη διπλωματική στάση της, η Κίνα
μοιάζει με ένα είδος γεωπολιτικού εφήβου που ξαφνικά έχει τη
μυϊκή δύναμη και τη βούληση ενηλίκου, αλλά δεν διαθέτει ούτε
την εμπειρία ούτε τη σύνεση για να τις διαχειριστεί.
Τελευταία, όμως, η συμπεριφορά της καταδεικνύει ωρίμανση
στην εξωτερική πολιτική της και οι ηγέτες του κινεζικού
Κομμουνιστικού Κόμματος ίσως τελικά αποδεχθούν πως μια
παγκόσμια δύναμη πρέπει να συμπεριφέρεται διαφορετικά από
μια περιφερειακή αναπτυσσόμενη χώρα.
Από τις αρχές του 21ο αιώνα, η Κίνα έχει μετασχηματισθεί σε
εντυπωσιακό βαθμό. Από μια κυρίως φτωχή και εσωστρεφή
αναπτυσσόμενη χώρα έχει εξελιχθεί σε μια παγκόσμια
οικονομική υπερδύναμη με συμφέροντα και δραστηριότητες σε
όλον τον κόσμο. Είναι μια νέα πραγματικότητα στην οποία
δυσκολεύτηκαν να προσαρμοσθούν χώρες, οργανισμοί και άτομα
σε όλον τον κόσμο. Κανείς, όμως, δεν εμφανίζει τόση σύγχυση
και δεν φαίνεται τόσο απροετοίμαστος να αντιμετωπίσει τις
συνέπειες αυτής της αλλαγής από τους ίδιους τους Κινέζους.
Γι’ αυτό και οι διεθνείς σχέσεις της Κίνας υστερούν σε
πολυπλοκότητα και έχουν μείνει πίσω συγκριτικά με τη
συνολική δύναμη της χώρας. Μολονότι η κομμουνιστική ηγεσία
φιλοδοξούσε επί χρόνια να αναδειχθεί η Κίνα σε υπερδύναμη,
δεν της ήταν εξίσου σαφές πώς θα έπρεπε να συμπεριφέρεται
μια υπερδύναμη.
Αν και οι επενδύσεις της στην Αφρική είναι εκτεταμένες και
ανέρχονται σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια, σε μεγάλο
βαθμό τις νέμονται οι κινεζικές επιχειρήσεις μαζί με τις
ελίτ των αφρικανικών χωρών και όχι οι λαοί των χωρών αυτών.
Για τα μεγάλα έργα υποδομής, η Κίνα συχνά εισάγει στην
Αφρική εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζους εργάτες αντί να
προσλάβει ντόπιο πληθυσμό τον οποίο κατηγορεί ότι είναι
ανειδίκευτος. Στον βαθμό, άλλωστε, που απασχολεί κάποιους
ντόπιους εργάτες σε κατασκευές, ορυχεία και υποδομές
πετρελαίου, συχνά κατηγορείται για πολύ κακές εργασιακές
συνθήκες και κακή πληρωμή.
Και ασφαλώς τα ίδια τα επενδυτικά της σχέδια συχνά
προβλέπουν τη μεταφορά των πρώτων υλών πίσω στην Κίνα και
την πώληση των κινεζικών προϊόντων στην Αφρική. Ολα κατ’
εικόνα και ομοίωση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας που
προηγήθηκε κατά έναν αιώνα. Αυτή η μονομανία και το
μονόπλευρο ενδιαφέρον για το εμπορικό κέρδος έχουν
εξυπηρετήσει τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της Κίνας και την
οικονομική της ανάπτυξη. Εχουν, όμως, προκαλέσει
εντεινόμενες επικρίσεις τόσο στην Αφρική όσο και σε διεθνές
επίπεδο. Στις επανειλημμένες προσπάθειές του να τις
αντικρούσει, το Πεκίνο συχνά επικαλείται τη γραμμή τής «μη
παρέμβασης» στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η συχνή χρήση αυτής της
φιλοσοφίας άρχισε να ηχεί κενή καθώς έχει ενισχυθεί τόσο
πολύ η διεθνής παρουσία της Κίνας ώστε τα συμφέροντά της
είναι αλληλένδετα με τις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών.
Στο δεύτερο Φόρουμ Σινοαφρικανικής Συνεργασίας που έγινε τον
περασμένο μήνα στο Γιοχάνεσμπουργκ, οι δηλώσεις του Κινέζου
προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, πρόδιδαν πως η Κίνα αρχίζει να
αναγνωρίζει ότι τα συμφέροντά της δεν είναι μόνον εμπορικής
φύσης αλλά αφορούν και τη φήμη της και την ασφάλειά της.
Παράλληλα με τα δισεκατομμύρια αναπτυξιακής βοήθειας, η Κίνα
δεσμεύεται να συνδράμει στην εκβιομηχάνιση της Αφρικής.
Υποσχόμενη, άλλωστε, πως θα διατηρήσει εκεί στρατεύματά της
που θα αναλάβουν τη διατήρηση της ειρήνης, ενώ παράλληλα θα
εγκαθιστά τη μόνιμη ναυτική βάση της στο Ντζιμπουτί,
δεσμεύεται να παράσχει ασφάλεια. Είναι ασφαλώς πιθανόν να
μην υλοποιηθούν ποτέ πλήρως αυτές οι υποσχέσεις και το
Πεκίνο να αντιστρέψει την πορεία του και να επιστρέψει στους
αδιάλλακτους τόνους του.
PETER MARINO
/
REUTERS
|