Στα πλαίσια της πάγιας άποψης που έχουμε εδώ στο
GFF
και την οποία έχουμε διατυπώσει από την πρώτη στιγμή, τόσο
με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του βρετανικού λαού για το
BREXIT,
όσο και την άνοδο των αντιευρωπαϊκών κομμάτων σε ολόκληρη
την Ευρώπη, ωο ευρωσκεπτικισμός είναι περισσότερο αποτέλεσμα
των ανισοτήτων και της φτώχιας που στοιχειώνει πλέον τις
δυτικές οικονομίες σε ολόκληρο τον πλανήτη και πολύ λιγότερο
αποτέλεσμα της Ε.Ε. – ευρωζώνης αυτής καθ’ αυτής όπως
πιστεύουν οι περισσότεροι.
Όπως έγραψε και
ο ερευνητής θεμάτων ευρωπαϊκής ενοποίησης στο ινστιτούτο
Brueguel,
Alezio Terzi
η ενιαία αγορά θεωρείται ακρογωνιαίος λίθος της ενοποίησης
της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφ’ ης στιγμής συστάθηκε το 1957.
Άλλωστε, διατηρεί 500 εκατομμύρια καταναλωτές και ΑΕΠ ύψους
13τρις ευρώ, οπότε δικαίως θεωρείται η μεγαλύτερη αγορά
στον κόσμο. Πρόσφατες εκτιμήσεις δεικνύουν ότι το κατά
κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν 12% χαμηλότερο
χωρίς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Επιπλέον, σε έρευνα για την
ενιαία αγορά των Μάριο Μαρίνι, Αλέσιο Τέρζι και Αντρέ Σαπίρ
για το ινστιτούτο Brueguel, φαίνεται πως τα οφέλη μπορούσαν
να είναι ακόμα μεγαλύτερα, εάν η ενοποίηση ήταν βαθύτερη σε
πεδία όπως οι υπηρεσίες, οι δημόσιες προμήθειες και η
ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, για να αναφέρουμε μόνο
μερικά. Είναι ζωτικής σημασίας να υπάρχει μια πλήρως
ενοποιημένη και εύρυθμη αγορά, η οποία θα απέφερε και αύξηση
της παραγωγικότητας – κάτι το οποίο χρειάζεται ιδιαιτέρως η
Ευρωπαϊκή Eνωση, ώστε να διατηρήσει σε μακροπρόθεσμο
ορίζοντα την ευημερία της σε μια περίοδο προβληματικών
δημογραφικών προοπτικών.
Μετά το δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την
Ευρωπαϊκή Ενωση, η τελευταία χάνει μία από τις πρωταθλήτριές
της στο ελεύθερο εμπόριο, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι
ορισμένες πρωτοβουλίες εμβάθυνσης της ενιαίας αγοράς ίσως
χάσουν σε ρυθμό προώθησής τους. Ακόμα πιο σημαντικό είναι
ότι το βρετανικό δημοψήφισμα αποκάλυψε την εικόνα μιας χώρας
σοβαρά κατακερματισμένης αναλόγως της ηλικίας, της
εκπαίδευσης και της γεωγραφικής ζώνης διαμονής. Ο πρώην
πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, είχε
επισημάνει σε μια περιβόητη ρήση του ότι «είναι δύσκολο να
ερωτευθείς την ενιαία αγορά» και σήμερα φαίνεται μάλλον
εύκολο να υπάρξει δυσαρέσκεια προς αυτήν, ειδικά όταν
ανήκεις σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Σε ποσοτική
ανάλυσή του ο Ζσολτ Ντάρβας για το Brueguel, η οποία
επικεντρώθηκε στα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά όσων
ψήφισαν υπέρ της εξόδου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι
μεγάλες ανισότητες και η φτώχεια επηρεάζουν δραστικά την
πολιτική στάση των Βρετανών.
Είτε σε προσωπικό είτε σε περιφερειακό επίπεδο, οι οπαδοί
του Brexit αποκαλούνται σήμερα «οι χαμένοι της
παγκοσμιοποίησης».
Η ενιαία αγορά, η οποία θεωρείται αιχμή του δόρατος για την
παγκοσμιοποίηση, είχε ανέκαθεν δημιουργήσει την προσδοκία
ότι θα αυξήσει συνολικά την ευημερία, αλλά στην
πραγματικότητα δημιούργησε χαμένους και κερδισμένους, όπως
αναφέρεται σε μελέτη των Αλέσιο Τέρζι και άλλων. Λόγου χάριν,
οι ερευνητές Αριελ Μπερστάιν και Τζόναθαν Βόγκελ των
πανεπιστημίων UCLA, Κολούμπια και NBER, κατέδειξαν ότι oι
εργαζόμενοι με υψηλά προσόντα είναι πιθανόν να ωφεληθούν
δυσανάλογα από την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς. Πέραν
τούτου, σε μελέτη του 2009 οι Χάρτμουτ Εγκερ και Ούντο
Κραϊκμάγιερ, είχαν επισημάνει βάσει ενός θεωρητικού μοντέλου
πως η ενοποίηση της αγοράς και η συνεπαγόμενη επιλογή των
καλύτερων εταιρειών για να κάνουν εξαγωγές και η απόρριψη
των λιγότερο παραγωγικών, ίσως οδηγήσει σε αύξηση της
ανισότητας μισθών ακόμα και μεταξύ εργαζομένων με παρόμοια
προσόντα. Η αρμονική ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων
αποτελεί στόχο της Ε.Ε. ήδη από την αρχική Συνθήκη της Ρώμης,
ενώ το 1975 συγκροτήθηκαν τα περιφερειακά ταμεία, ώστε να
προωθήσουν την κατά τόπους ανάπτυξη. Σε συνδυασμό δε με την
πολιτική για τη συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία
εγκαινιάστηκε το 1988, όλα αυτά τα εργαλεία απέβλεπαν στο να
εξουδετερώσουν τις φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες
δημιουργούνταν από τη συγκρότηση της ενιαίας αγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου του πολύ μικρού μεγέθους του
προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα προαναφερθέντα
κεφάλαια σύγκλισης παραμένουν περιορισμένα. Συγκεκριμένα,
την περίοδο 2014-2020 συνολικά η περιφερειακή πολιτική στην
Ε.Ε. έχει να διαχειριστεί 351,8 δισ. ευρώ, δηλαδή ποσοστό
0,4% του ετήσιου ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ως μέτρο σύγκρισης μπορεί
να αναφερθεί το παράδειγμα της Γερμανίας: όταν αποφάσισε να
προωθήσει την περιφερειακή ανάπτυξη μετά την ενοποίηση του
δυτικού και του ανατολικού της τμήματος, διέθεσε σχεδόν το
4% του ΑΕΠ της (πρώην) Δυτικής Γερμανίας. Η αναδιανομή σε
επίπεδο περιφερειών και ατόμων αποτελεί πρωτίστως μία
προτεραιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Εκεί τα φορολογικά
συστήματα μπορούν να αποβούν πιο αναδιανεμητικά ειδικά σε
ορισμένες χώρες, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο η περιφερειακή
πολιτική έχει σωστούς στόχους αλλά περιορισμένους πόρους. |