Το δίδαγμα ότι το υπερβολικό χρέος είναι επικίνδυνο, έχει
εμπεδωθεί. Ωστόσο, πολλές εταιρείες δεν έχουν καταφέρει να
εμπεδώσουν το δίδαγμα που προκύπτει ως φυσική συνέπεια, ότι
δηλαδή τα υπερβολικά λίγα μετρητά αποτελούν εξίσου μεγάλο
πρόβλημα. Αν πρέπει να θυμούνται κάτι οι επενδυτές, καθώς
μπαίνουμε στον όγδοο χρόνο αφότου ξέσπασε η κρίση, τότε αυτό
είναι ότι χωρίς υγιείς χρηματορροές, οι ισολογισμοί δεν θα
παραμείνουν υγιείς για πολύ.
Η πολυεθνική Glencore αποτελεί πρώτης τάξεως παράδειγμα.
Καθώς εξακολούθησε να πέφτει η τιμή των εμπορευμάτων στη
διάρκεια του 2015, ο καθαρός δανεισμός της Glencore, ύψους
30 δισ. δολαρίων, τον οποίον προηγουμένως ανέχονταν οι
επενδυτές, ξαφνικά άρχισε να φαντάζει ως τρομακτικός. Η
μετοχή της άρχισε να καταρρέει. Καθώς περιορίζονταν οι
χρηματορροές, το ίδιο έγινε και με το ύψος του χρέους που
ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν οι επενδυτές. Τελικά ο
διευθύνων σύμβουλος της Clencore, Ιβάν Γκλάσενμπεργκ,
αναγκάστηκε να αναστείλει τη διανομή μερίσματος, να πουλήσει
περιουσιακά στοιχεία, να περιορίσει την παραγωγή και να
θέσει ως στόχο να περιορίσει το χρέος στα 18 δισ. δολάρια.
Η πτώση της τιμής των εμπορευμάτων θα προκαλέσει και άλλες
καταστροφές, ενώ η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού στις ΗΠΑ
θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση. Πράγμα
που ισχύει ιδιαίτερα για τις αναδυόμενες αγορές, όπου οι
εταιρείες έχουν αυξήσει τα χρέη τους σε αμερικανικά δολάρια.
Η αναντιστοιχία μεταξύ νομισμάτων (σ.σ. δηλαδή ο τρόπος με
τον οποίον η μεταβολή της ισοτιμίας θα επηρεάσει την αξία
που έχουν σήμερα τα μελλοντικά έσοδα και έξοδα) είναι ένας
από τους παράγοντες που απειλούν τη βραζιλιάνικη πετρελαϊκή
εταιρεία Petrobras. Ο δανεισμός σε δολάρια από εταιρείες (εκτός
του χρηματοπιστωτικού τομέα) αναπτυσσόμενων χωρών είχε
ανέλθει στα 2,3 τρισ. δολάρια μέχρι τα τέλη Ιουνίου, σύμφωνα
με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Εταιρείες από το Μεξικό, την Ινδονησία και τη Νότιο Αφρική
έχουν από το 2009 σχεδόν διπλασιάσει τα χρέη τους σε δολάρια.
Και η Ευρώπη έχει το δικό της τοξικό κοκτέιλ πληθωρισμού που
πεισματικά παραμένει σε χαμηλό επίπεδο και μικρής
καταναλωτικής ζήτησης. Μια στις τέσσερις εταιρείες του
χρηματιστηριακού δείκτη Euro Stoxx 600, εξαιρουμένου του
τραπεζικού και του ενεργειακού τομέα, ξόδεψε στη διάρκεια
των τελευταίων 12 μηνών περισσότερα χρήματα για λειτουργικά
έξοδο, επενδύσεις και καταβολή μερισμάτων απ’ όσα χρήματα
είχε εισπράξει στο ίδιο διάστημα, σύμφωνα με στοιχεία του
Thomson Reuters Eikon. Εταιρείες όπως το βρετανικό σούπερ
μάρκετ Sainsbury, ο όμιλος τηλεπικοινωνιών Vodafone και η
αλυσίδα ξενοδοχείων Accor, όλες ξόδεψαν περισσότερα χρήματα
απ’ όσα διέθεταν επί τρεις συνεχείς χρονιές, όπως έκαναν και
πολλές εταιρείες από τον κατασκευαστικό και ενεργειακό τομέα.
Ορισμένες θα βρεθούν σε ευάλωτη θέση όσον αφορά τα μερίσματα
και τις επενδύσεις.
Ποιοι έμαθαν το μάθημά τους, αν υπήρξε κάποιος που να το
έμαθε; Αυτές είναι οι αμερικανικές εταιρείες. Αν εξαιρέσουμε
τους τομείς των πρώτων υλών και τον χρηματοπιστωτικό, τότε η
αναλογία μεταξύ του καθαρού εταιρικού δανεισμού και του
κέρδους προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων διαμορφώνεται σήμερα
μόλις ελαφρώς πάνω από το 1,6 φορές που είναι ο μέσος όρος
των τελευταίων 20 ετών, σύμφωνα με στοιχεία της Credit
Suisse. Αντιθέτως, στη Βραζιλία η αναλογία είναι 4,5 φορές.
Μόνο το 17% περίπου εξ αυτών των αμερικανικών εταιρειών
ξοδεύει περισσότερα μετρητά απ’ όσα λαμβάνει. Για μια φορά
κάτι διδάσκει η Αμερική τον κόσμο περί μόχλευσης.
Οταν έρθει η στιγμή της αλήθειας, οι εταιρείες και τα
ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια που διαθέτουν σημαντικά
αποθέματα σε μετρητά θα βρεθούν στη θέση να μπορούν να
αγοράσουν φθηνά περιουσιακά στοιχεία. Και το πιθανότερο
είναι ότι οι επικεφαλής αυτών των εταιρειών θα έχουν
αμερικανική προφορά.
JOHN FOLEY / REUTERS BREAKINGVIEWS
|