Μπορεί τελικά τα πράγματα για την παγκόσμια οικονομία να μην
πάνε τόσο άσχημα όσο πιστεύουν πολλοί, αλλά ένα πράγμα είναι
σίγουρο. Ότι ακόμη και το μεγάλο κακό να μη γίνει, η
παγκόσμια οικονομία θα μείνει «βαλτωμένη» για μεγάλο χρονικό
διάστημα και στην καλύτερη περίπτωση θα καταγράφονται
εξαιρετικά χαμηλοί ως μηδενικοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την άποψη (σε άρθρο τους στο voxeu.org) των
Gauti Eggertsson (καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο
Mπράουν) και του Lawrence Summers (επίτιμος πρόεδρος στο
Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ), η απογοητευτική ανάκαμψη της
αμερικανικής οικονομίας και των υπολοίπων οικονομιών του
ανεπτυγμένου κόσμου παραπέμπε στη θεωρία της μόνιμης
στασιμότητας του οικονομολόγου Αλβιν Χάνσεν. Βασίζεται στο
επιχείρημα ότι ο βιομηχανοποιημένος κόσμος τείνει να
αποταμιεύει περισσότερο και να επενδύει λιγότερο σε ένα
περιβάλλον όπου τα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν. Ετσι
δημιουργούνται προβλήματα λόγω του γεγονότος ότι οι
κεντρικές τράπεζες δεν έχουν τα περιθώρια να μειώσουν το
βασικό τους επιτόκιο πολύ πιο κάτω από το μηδέν.
Η μόνιμη στασιμότητα είναι ένα φαινόμενο που μεταδίδεται από
τη μια οικονομία στην άλλη μέσα από συμπληρωματικά κανάλια.
Πρώτον, η εξασθένηση της εξωτερικής ζήτησης όταν στο
εσωτερικό περιβάλλον τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια είναι κοντά
στο μηδέν οδηγεί σε αύξηση της πραγματικών ισοτιμιών λόγω
της μειωμένης ζήτησης για εξαγωγές, αυξάνοντας τις πιέσεις
στην κεντρική τράπεζα να μειώσει περισσότερο τα επιτόκια για
να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα. Το δεύτερο κανάλι
αφορά τις ροές κεφαλαίων. Μια χώρα διαπιστώνει πως βρίσκεται
σε κατάσταση μόνιμης στασιμότητας διότι οι επιθυμητές
αποταμιεύσεις υπερβαίνουν τις επιθυμητές επενδύσεις, εκτός
εάν τα επιτόκια αποκτήσουν αρνητικό πρόσημο. Παράλληλα, εάν
η προσφορά και η ζήτηση δανείων ξεπερνούν τα σύνορα μιας
χώρας, τότε οι υπερβάλλουσες αποταμιεύσεις θα φύγουν από μια
χώρα με στασιμότητα και θα καταλήξουν σε μια άλλη όπως θα
φανεί από το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό το
φαινόμενο ασκεί πτωτικές πιέσεις στα πραγματικά επιτόκια της
χώρας που είναι αποδέκτης αυτών των ροών κεφαλαίων. Η
επιρροή αυτού του καναλιού στη χώρα-αποδέκτη των κεφαλαίων
εξαρτάται από τον βαθμό σύγκλισης των αγορών κεφαλαίου
μεταξύ των χωρών αυτών.
Οπότε προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα. Οσο μεγαλύτερη είναι
η σύγκλιση των αγορών κεφαλαίου τόσο πιο πολύ εξαπλώνεται η
στασιμότητα από τη μια χώρα στην άλλη. Ειδικότερα, οι
εισροές κεφαλαίων επιφέρουν επιπλοκές σε μια χώρα με τα
βραχυπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο μηδέν, οδηγώντας σε μια
κατάσταση που μοιάζει στον νεο-μερκαντιλισμό. Ο
νεο-μερκαντιλισμός ενθαρρύνει τις εξαγωγές, αποθαρρύνει τις
εισαγωγές, ασκεί ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και
εναποθέτει τη διαχείριση της ισοτιμίας της χώρας σε μια
κεντρική κυβέρνηση.
Οι εισροές κεφαλαίων σε μια χώρα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια
μπορεί να προκαλέσουν πλήγμα στην οικονομία της. Δεύτερον, η
λήψη μέτρων στήριξης σε μια ανοιχτή οικονομία μπορεί να έχει
διαφορετική επίδραση σε άλλες οικονομίες και τις επιλογές
που εκείνες μπορεί να έχουν στη διάθεσή τους για να
καταπολεμήσουν τη στασιμότητα στο εσωτερικό. Σε αυτές τις
περιπτώσεις διαπιστώνεται μια «συστημική τάση» των χωρών
αυτών να εξαρτώνται υπερβολικά από τα μέτρα τόνωσης που
λαμβάνονται στη νομισματική πολιτική σε σχέση με τη
δημοσιονομική πολιτική.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν την
ευρεία αντίληψη ότι τους ζητείται να αναλάβουν όλη την
ευθύνη της αναζωπύρωσης της οικονομικής ανάπτυξης στον
ανεπτυγμένο κόσμο, με φόβους για «νομισματικούς πολέμους».
Συντονισμένες προσπάθειες για την υιοθέτηση μέτρων στήριξης
στη δημοσιονομική πολιτική μπορούν να επιτύχουν περισσότερα
οφέλη στην ανάπτυξη και στόχους στην εγχώρια οικονομία. |