Οταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έπρεπε να δανείσει πολλά
χρήματα στον τραπεζικό κλάδο και να μειώσει τα επιτόκιά της.
Στην κλιμάκωση της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης το 2012 η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπρεπε να σταθεροποιήσει τις
αγορές κρατικών ομολόγων. Σήμερα αγωνίζεται να χαλιναγωγήσει
τον αποπληθωρισμό. Από την αρχή της η ιστορία είχε να κάνει
με πολύ μεγάλους όγκους κεφαλαίων και τίτλων. Η αγορά τίτλων,
την οποία η ΕΚΤ διεξήγαγε από τον Μάιο του 2010 έως τον
Σεπτέμβριο του 2012, ώστε να σταθεροποιήσει τις πληγείσες
από την κρίση ομολογιακές αγορές, υπερέβη συνολικά τα 108
δισ. ευρώ. Αυτό, που φαινόταν ως κολοσσιαίο ποσόν τότε,
πλέον μοιάζει μάλλον κοινότοπο υπό το πρίσμα του όγκου των
τίτλων, που αγοράζει σήμερα η ΕΚΤ. Ο ισολογισμός της
περιλαμβάνει εταιρικά ομόλογα σχεδόν 21 δισ. ευρώ, καλυμμένα
ομόλογα σχεδόν 224 δισ. ευρώ και κρατικά ομόλογα άνω του 1
τρισ. ευρώ. Στο ποσόν αυτό προστίθενται και άλλα πολλά
δισεκατομμύρια ευρώ, εφόσον η ΕΚΤ αγοράζει κρατικά ομόλογα
80 δισ. ευρώ κάθε μήνα και θα συνεχίσει να το κάνει
τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2017.
Ωστόσο, δεν συμμετέχουν και οι 19 κεντρικές τράπεζες του
Ευρωσυστήματος στη διαδικασία αυτή παρά μόνον έξι από αυτές.
Παραδείγματος χάριν, η γερμανική Bundesbank αγοράζει ομόλογα
τόσο από γερμανικές όσο και από ολλανδικές εταιρείες, ενώ η
βελγική Κεντρική Τράπεζα αγοράζει χρεόγραφα από εταιρείες
του Βελγίου, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου, του
Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας.
Παρά το γεγονός ότι η ιδιαζόντως χαλαρή νομισματική πολιτική
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει δεχθεί οξεία κριτική
από μέρους Γερμανών πολιτικών και της ίδιας της Bundesbank,
άλλες χώρες ζητούν έτι περαιτέρω ποσοτική χαλάρωση. Μεταξύ
των προτάσεων, συγκαταλέγονται:
• Περαιτέρω αρνητικά επιτόκια. Κατά τους Αμερικανούς Μάιλς
Κίμπαλ (οικονομολόγο) και Μάρβιν Γκούντφριντ (πρώην κεντρικό
τραπεζίτη), θα πρόκειται για μία φυσιολογική μείωση
επιτοκίων, οπότε δεν θα είχε παράπλευρες επιπτώσεις – αυτό
δεν ισχύει. Οσοι αποταμιεύουν πρέπει να αυξήσουν το σχετικό
ποσόν και να μειώσουν δαπάνες. Αυτό βλάπτει την οικονομία.
• Επενδύσεις υποδομών. Οσοι τις προτείνουν, παραπέμπουν στον
πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν
Μπερνάνκι, ο οποίος είχε κάνει ανάλογες συστάσεις στην
Ιαπωνία το 2003. Αυτή η χρηματοδότηση δημοσίων έργων είναι
ταμπού για τις κεντρικές τράπεζες και απαγορεύεται για την
ΕΚΤ.
• «Χρήματα εξ ουρανού». Ιδέα του νομπελίστα Μίλτον Φρίντμαν,
που ανέφερε ο κ. Μπερνάνκι το 2006. Σε δημοσίευση του 1969 o
νομπελίστας πρότεινε στην κεντρική τράπεζα τη ρίψη χρημάτων
από το ελικόπτερο, εάν παρίστατο ανάγκη, για την πάταξη του
αποπληθωρισμού. Μία κίνηση τέτοια έχει αναδιανεμητικές
συνέπειες και αυτό συνιστά οικονομική και όχι νομισματική
πολιτική και,
• Αγορές μετοχών. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας διεξάγει επί σειρά
ετών έναν ατελέσφορο αγώνα κατά του αποπληθωρισμού και στο
μεσοδιάστημα ξεκίνησε μέχρι και να αγοράζει μετοχές. Οι
μετοχές δεν έχουν ημερομηνία λήξης, όπως τα ομόλογα. Οταν
πωληθούν σε δεδομένη στιγμή, αυτό θα γίνει βάσει της τότε
τιμής τους – αυτός είναι κίνδυνος, που γενικά οι κεντρικές
τράπεζες δεν αναλαμβάνουν.
Ανεξαρτήτως του ότι κάθε μία από τις συστάσεις αυτές έχει
σαφώς δυσμενή οικονομικό αντίκτυπο ή ακόμα και αντιβαίνει
την εντολή της ΕΚΤ, η βασική ιδέα επιπλέον ακραίων μέτρων
νομισματικής πολιτικής τοποθετεί σε λάθος δρόμο την Ευρώπη.
Η ΕΚΤ ίσως δώσει την εντύπωση ότι εξαντλεί τα όρια της
πολιτικής, γεννώντας απαισιοδοξία – κάτι εντελώς άχρηστο για
τις αγορές τώρα. Οι προσπάθειες της, βέβαια, δεν είναι
εντελώς μάταιες, εφόσον αποδίδουν στην αγορά εργασίας.
Δρ. ΜARKUS DEMARY -
Ανώτατος οικονομολόγος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών
της Κολωνίας. |