Eνδεχομένως για την Ευρώπη και τις αγορές της ο μεγαλύτερος
πονοκέφαλος αυτές τις ημέρες να είναι τα σοβαρότατα
προβλήματα της Deutsche Bank και άλλων τραπεζών, αλλά οι
διαχειριστές κεφαλαίων τελούν υπό πίεση για να αγοράσουν
μετοχές του συγκεκριμένου κλάδου.
Όπως σχολίαζε το
Bloomberg,
η πτώση σε επίπεδο ναδίρ της τιμής μετοχής της Deutsche Bank
την Παρασκευή αντιστράφηκε γρήγορα, καταδεικνύοντας και πώς
λειτουργεί η αγορά και πώς δυσκολεύονται οι επενδυτές να
τηρήσουν μετριοπαθή στάση έναντι ενός κλάδου με θεμελιακά
προβλήματα. Το τρίτο τρίμηνο οδεύει προς την ολοκλήρωσή του
και ο βασικός κλαδικός χρηματιστηριακός δείκτης στην Ευρώπη,
ο SX7P, έχει σημειώσει κέρδη 19% από τον Ιούλιο και μετά.
Πολλές μετοχές μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είχαν
άνοδο, ανεξάρτητα από την πτώση ορισμένων γερμανικών και
ιταλικών τραπεζών.
Αυτό συνιστά δίλημμα για τους διαχειριστές κεφαλαίων, οι
οποίοι, έπειτα από μακρά περίοδο με απογοητευτικές αποδόσεις
των ευρωπαϊκών μετοχών, είχαν αναδιπλωθεί. Ο τραπεζικός
δείκτης από τις αρχές του χρόνου έχει χάσει σχεδόν 25%. Οσοι
αποχώρησαν από τον κλάδο και στράφηκαν αλλού είδαν τις
επιδόσεις των επιμέρους μετοχών τους να ξεπερνούν εκείνες
των αντίστοιχων δεικτών που χρησιμοποιούνται για να μετρηθεί
η πορεία των επενδυτικών κεφαλαίων τους. Τώρα, όμως,
βρίσκονται σε δύσκολη θέση, επειδή, εάν ο δείκτης των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εξακολουθήσει να ανεβαίνει,
διακινδυνεύουν να χάσουν όσα αποκόμισαν και να υστερήσουν σε
επιδόσεις στο σύνολο του έτους – εκτός εάν διευρύνουν την
αναλογία τραπεζικών μετοχών στο χαρτοφυλάκιό τους, ώστε να
υπάρξει αντιστάθμιση έναντι της απόδοσης του κλαδικού τους
δείκτη. Σύμφωνα με τους υπευθένους στρατηγικής μετοχών της
Citigroup, οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών
αντιπροσωπεύουν τον χειρότερο συνδυασμό γεωγραφικής
περιφέρειας και επιχειρηματικού τομέα μεταξύ των 285 τομέων
που παρακολουθούν.
Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, ότι η αγορά των προαναφερθέντων
τίτλων αυτήν την περίοδο «συνιστά την πιο αμφιλεγόμενη
τοποθέτηση», επισημαίνουν πως «η Ιστορία μάς διδάσκει να
αγοράσουμε, αλλά το δικό μας μήνυμα είναι να μη θεωρούμε πως
οι επιμέρους μετοχές του τραπεζικού κλάδου θα αποδώσουν
λιγότερο από τον κλαδικό δείκτη τους. Το να ακολουθήσουν οι
επενδυτές την τάση του ζωηρού αγοραστικού ενδιαφέροντος για
τις μετοχές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ενέχει κινδύνους.
Η πρόσφατη βουτιά στην τιμή της μετοχής της Deutsche Bank,
λόγω του μεγάλου προστίμου από τις αμερικανικές αρχές,
ανέδειξε τα μακροπρόθεσμα προβλήματα του κλάδου, ειδικά σε
σχέση με το ρυθμιστικό πλαίσιο και τη χρηματοδότησή τους. Η
Commerzbank, μία επίσης ισχυρή γερμανική τράπεζα, θα μειώσει
το εργατικό δυναμικό της περισσότερο από το 1/5 και θα
αναστείλει την καταβολή μερίσματος. Η γενικευμένη
αβεβαιότητα για την εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων
δανείων στις ιταλικές τράπεζες έχει επιτείνει την επί μακρόν
υφιστάμενη ανησυχία για τη μείωση της κερδοφορίας των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την αύξηση των δαπανών που
απορρέουν από το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Επιπροσθέτως, οι ελβετικές τράπεζες καλούνται να
αντεπεξέλθουν στα αρνητικά επιτόκια. Η Credit Suisse
παρατηρεί ότι οι πελάτες της διατηρούν ανεκμετάλλευτα
τεράστια ποσά ρευστού, επειδή αισθάνονται αβεβαιότητα για τη
διεθνή οικονομία – οπότε περιορίζονται οι συναλλαγές και οι
προμήθειες. Κατά τον επικεφαλής της CS, «οι τράπεζες είναι
δύσκολο πεδίο για επενδύσεις». Εντούτοις, πολλοί επενδυτές,
που ήθελαν να μετακινηθούν σε τομείς όπως η περίθαλψη με
υψηλή αποτίμηση, αγόρασαν μετοχές που είχαν δεχθεί ισχυρά
πλήγματα – μετά την 6η Ιουλίου, ωστόσο, οι μετοχές των
Natixis, ING Groep, Nordea, Sydbank, HSBC και Barclays
ανέβηκαν 25% έως σήμερα. |