H ένταξη της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαδραμάτισε
κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη του Σίτι του Λονδίνου ως ένα από
τα κορυφαία χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου. Όπως είχε
γράψει πριν από περίπου 10 ημέρες ο
Michael
McMahon (αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του
Πανεπιστημίου του Γουόρικ και αναπληρωτής καθηγητής στο
Κέντρο Μακροοικονομικών του LSE) αν και είναι
απίθανο μέσα στους επόμενους μήνες να αποχωρίσουν έτσι απλά
τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες, η επέκταση των
δραστηριοτήτων τους και οι αποφάσεις για την πρόσληψη
επιπλέον προσωπικού θα αφορούν τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη της
Ε.Ε.
Και εάν οι πολιτικοί που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις δεν
εξαντλήσουν κάθε πιθανότητα για να περιορίσουν τις
επιπτώσεις του Brexit, η απώλεια του «τραπεζικού διαβατηρίου»
–που προσφέρει στο Σίτι του Λονδίνου πρόσβαση στις αγορές
κεφαλαίου της Ε.Ε– θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον βρετανικό
κλάδο παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Το 2003, όταν η Βρετανία εξέταζε την ένταξή της στη
νομισματική ένωση, ένα από τα πέντε βασικά ερωτήματα του
υπουργού Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν, ήταν το εξής: «Ποια
θα είναι η επίδραση στην ανταγωνιστικότητα του
χρηματοοικονομικού κλάδου και ειδικότερα του Σίτι του
Λονδίνου;».
Αναμφισβήτητα, το Σίτι του Λονδίνου είναι ένα πολύτιμο
κομμάτι της βρετανικής οικονομίας. Αν και αναλογεί μόνον στο
3,4% του συνολικού εργατικού δυναμικού της Βρετανίας, οι
χρηματοοικονομικοί και ασφαλιστικοί κλάδοι καλύπτουν το 3,4%
της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, η οποία συνοψίζει τους
έξι σημαντικότερους κλάδους της οικονομίας από τις
κατασκευές μέχρι το εμπόριο και τον τουρισμό.
Επιπροσθέτως, ο χρηματοοικονομικός κλάδος «παράγει» υψηλό εμπορικό
πλεόνασμα. Αναλυτικότερα, η παροχή χρηματοοικονομικών,
ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών υπηρεσιών εμφάνισε εμπορικό
πλεόνασμα 58 δισ. στερλινών, αντιστοιχώντας στο 3,2% του ΑΕΠ
(2013). Αυτό το πλεόνασμα έχει αντισταθμίσει ελλείμματα από
άλλους κλάδους, με αποτέλεσμα το συνολικό εμπορικό έλλειμμα
να διαμορφώνεται στις 34,5 δισ. στερλίνες ή το -1,9% του ΑΕΠ.
Ο χρηματοοικονομικός κλάδος είναι, επίσης, μεγάλη πηγή
φορολογικών εσόδων, φθάνοντας το 11% του συνόλου.
Εξασφαλίστηκαν έσοδα 7,6 δισ. στερλινών από τη φορολογία
επιχειρήσεων το έτος που έληξε τον Μάρτιο του 2015. Είναι
ένα ποσό που καλύπτει το 17,7% όλων των επιχειρηματικών
φόρων της περιόδου. Από τα τραπεζικά τέλη, τον ΦΠΑ, τα
χαρτόσημα και άλλους φόρους στον χρηματοοικονομικό κλάδο το
βρετανικό Δημόσιο διασφάλισε ακόμη 15,9 δισ. στερλίνες. Ολα
τα φορολογικά έσοδα από τον χρηματοοικονομικό κλάδο για το
προαναφερόμενο οικονομικό έτος ανέρχονται στις 66,5 δισ.
στερλίνες ή στο προαναφερόμενο 11% των συνολικών φορολογικών
εσόδων. Ανά εβδομάδα, τα φορολογικά έσοδα διαμορφώνονται
στις 1,2 εκατ. στερλίνες.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για την επιτυχία της βρετανικής αγοράς
χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Είναι το νομικό σύστημα, η
αγγλική γλώσσα, η ανάπτυξη συμπληρωματικών υπηρεσιών και η
ευέλικτη αγορά εργασίας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αλλά η ένταξη της Βρετανίας στην Ε.Ε. διαδραμάτισε, επίσης,
έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Πολλά ικανά στελέχη στο Σίτι του
Λονδίνου προέρχονται από άλλα κράτη-μέλη, ενώ η Βρετανία
έχει το δικαίωμα να δραστηριοποιείται στις υπόλοιπες 27
αγορές κεφαλαίου της Ε.Ε. Αυτός είναι ο κρίσιμος ρόλος του «τραπεζικού
διαβατηρίου». Ενδεικτικό είναι πως τράπεζες στη Βρετανία
χορήγησαν δάνεια πάνω από 1.000 δισ. ευρώ και έλαβαν
ανάλογες καταθέσεις πάλι σε ευρώ. Γι’ αυτό τον λόγο, οι
πολιτικοί που διαχειρίζονται αυτό το «διαζύγιο» θα πρέπει να
περιορίσουν όσο το δυνατό περισσότερο τις επιπτώσεις. |