Αν και από την πρώτη στιγμή στο
GFF
είχαμε γράψει ότι η Ιταλία είναι αρκετά μεγάλη για να αφεθεί
και όλα δείχνουν ότι οι ιταλικές τράπεζες θα στηριχθούν με
κρατικό χρήμα, κόντρα στα όσα προβλέπονται. Και μάλιστα όλα
αυτά με το σιωπηλό “ok”
από το Βερολίνο …. Εντούτοις οι κίνδυνοι για ολόκληρη την
Ευρώπη παραμένουν μεγάλοι.
Όπως έγραψε προσφάτως ο δρ Markus Demary (επικεφαλής
οικονομολόγος του Institut der deutschen Wirtschaft Koln -
Ινστιτούτο της Κολωνίας - Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην
ιστοσελίδα του Ινστιτούτου στις 5 Δεκεμβρίου 2016) η τρίτη
σε μέγεθος τράπεζα της Ιταλίας, η Banca Monte dei Paschi,
πρέπει να απαλλαγεί από το μεγαλύτερο μέρος των μη
εξυπηρετούμενων δανείων της και να προχωρήσει σε αύξηση
κεφαλαίου πριν από το τέλος του έτους. Το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος δυσχεραίνει την υλοποίηση αυτών των όρων που
έχει θέσει η ΕΚΤ στην ιστορική τράπεζα της Ιταλίας. Ανάλογα
προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες ιταλικές τράπεζες.
Το γεγονός ότι οι Ιταλοί είπαν «Οχι» στη συνταγματική
αναθεώρηση, ενδέχεται να διακυβεύσει τη σταθερότητα του
τραπεζικού συστήματος της Ιταλίας και ιδιαιτέρως της Banca
Monte dei Paschi. Οσες τράπεζες βαρύνονται με μη
εξυπηρετούμενα δάνεια χρειάζονται επειγόντως
ανακεφαλαιοποίηση από χρήματα επενδυτών. Σε ό,τι αφορά
ειδικότερα την Banca Monte dei Paschi, η ΕΚΤ της έχει δώσει
τελεσίγραφο. Μέχρι το τέλος του έτους πρέπει να μειώσει τα
μη εξυπηρετούμενα δάνειά της κατά 10 δισ. ευρώ και να
προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου κατά πέντε δισ. ευρώ.
Είχε ήδη διαφανεί μια λύση: τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχε
αποφασισθεί να μεταφερθούν σε μια εταιρεία ειδικού σκοπού
και στη συνέχεια να πουληθούν σε επενδυτές που έχουν
ειδικευθεί στις αναδιαρθρώσεις χρέους. Προκειμένου, δε, να
αντλήσουν κεφάλαια, οι πιστωτές της τράπεζας ετοιμάζονταν να
μετατρέψουν τα ομόλογά τους ύψους ενός δισ. ευρώ σε μετοχές
της τράπεζας. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα τέσσερα δισ. ευρώ
που πρέπει να αντλήσει η τράπεζα, θα μπορούσαν να
συγκεντρωθούν από την έκδοση μετοχών πριν από τα
Χριστούγεννα.
Μετά την έκβαση του δημοψηφίσματος, όμως, ίσως η λύση αυτή
να στέκεται σε σαθρά θεμέλια.
Η παραίτηση του μεταρρυθμιστή Ρέντσι εντείνει τις
επιφυλάξεις των επενδυτών ως προς το κατά πόσον η Ιταλία θα
παραμείνει σε μεταρρυθμιστική πορεία. Αν οι επενδυτές
προεξοφλούν πως θα επιβραδυνθεί η πορεία προς την εφαρμογή
των μεταρρυθμίσεων, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία
για τις πτωχεύσεις, τότε θα προσφέρουν πολύ χαμηλές τιμές
για την αγορά των μετοχών της Monte dei Paschi. Ως εκ τούτου,
είναι αμφίβολο αν η τράπεζα θα κατορθώσει να συγκεντρώσει τα
τέσσερα δισ. ευρώ που χρειάζεται για να συμμορφωθεί με τις
απαιτήσεις της ΕΚΤ.
Αλλες ιταλικές τράπεζες αντιμετωπίζουν παρεμφερή προβλήματα.
Συνολικά, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όλων των τραπεζών της
Ιταλίας ανέρχονταν σε 360 δισ. ευρώ. Και όμως, οι ιταλικές
τράπεζες δεν έχουν χορηγήσει επισφαλείς πιστώσεις. Αντιθέτως,
ο λόγος που επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό η ποιότητα των
δανείων που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους δεν είναι άλλος από
την παρατεταμένη ύφεση που πλήττει τη χώρα εδώ και χρόνια.
Επιπλέον, αυτά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν μπορούν να
μειωθούν σημαντικά εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών που
χαρακτηρίζουν την ιταλική νομοθεσία περί πτωχεύσεων. Για
παράδειγμα, στην Ιταλία μόλις το 64% ενός μη εξυπηρετούμενου
δανείου μπορεί να αναπληρωθεί μέσω της διαδικασίας πτώχευσης.
Είναι ενδεικτική μια σύγκριση με το αντίστοιχο ποσοστό που
προβλέπει η νομοθεσία στη Γερμανία και το οποίο φτάνει στο
84%. Επιπλέον, στην Ιταλία οι σχετικές διαδικασίες είναι
πολύ πιο χρονοβόρες και πολύ πιο δαπανηρές. Οι τράπεζες της
Ιταλίας εξαρτώνται,, κατά συνέπεια, από τα κεφάλαια των
επενδυτών και από το πόσο σταθερό είναι το πολιτικό
περιβάλλον. Αυτά, όμως, προϋποθέτουν ότι θα συνεχισθεί η
εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Εκείνο, όμως, που παραμένει αμφίβολο είναι το ποια πολιτικά
κόμματα είναι πρόθυμα να προωθήσουν αυτό τον δρόμο των
μεταρρυθμίσεων. Σε ό,τι αφορά τους Ιταλούς ψηφοφόρους, είναι
αμφίβολο αν έχουν καταλάβει ότι δίνοντας την ψήφο τους
αποφάσισαν παράλληλα και για τη σταθερότητα των τραπεζών
τους. |