Αν η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο, όπως επίσης
και ο μεγαλύτερος καταναλωτής πρώτων υλών, αρχίζει να
μειώνει τις εισαγωγές, αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια ζήτηση
και, κατ’ επέκταση, η παγκόσμια οικονομία δέχεται πλήγμα.
Όπως πρόσφατα σημείωσε το
Reuters,
οι
κινεζικές εισαγωγές μειώθηκαν σχεδόν κατά 14% τον Αύγουστο
σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα, σε ποσοστό πολύ μεγαλύτερο
απ’ όσο είχε προβλέψει οποιοσδήποτε σε πρόσφατη δημοσκόπηση
του Reuters.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι πρόκειται για τον
δέκατο συναπτό μήνα που μειώνονται οι κινεζικές εισαγωγές,
διάστημα που είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί μετά
την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, και ότι εντάσσεται σε
μια πτωτική τάση που εντοπίζεται τα τελευταία χρόνια. Η
πλειονότητα των οικονομολόγων έχει υπερεκτιμήσει το μέγεθος
των κινεζικών εισαγωγών κατά τους οκτώ από τους τελευταίους
δέκα μήνες, οπότε και αυτές άρχισαν να μειώνονται σε ετήσια
βάση. Αν η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν
εισάγει πρώτες ύλες με τις οποίες θα τροφοδοτήσει τα
εργοστάσιά της, αυτό δεν αποτελεί απλώς ενδεικτικό σημάδι
της μειωμένης ζήτησης για τα προϊόντα της αλλά μία ακόμη
ανησυχητική ένδειξη ότι η οικονομία δεν είναι σε τόσο καλή
κατάσταση όσο υποδηλώνουν τα επίσημα στοιχεία. Οι τιμές των
πρώτων υλών έχουν υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο πολλών
ετών, πλήττοντας οικονομίες που εξαρτιόνται από τις εξαγωγές
πρώτων υλών, όπως της Αυστραλίας και της Νοτίου Αφρικής, οι
οποίες είναι μεταξύ των μεγαλύτερων εξαγωγέων
σιδηρομεταλλεύματος, χαλκού και αλουμινίου. Για ένα ολόκληρο
έτος, μεταξύ Νοεμβρίου 2008 και Οκτωβρίου 2009, η Κίνα
εισήγαγε λιγότερο κάθε μήνα (σε ετήσια βάση), διότι είχε
υποχωρήσει η ζήτηση για τα αγαθά που παρήγαγε ο
μεταποιητικός της τομέας.
Σχεδόν έξι χρόνια αργότερα, σε μια εποχή όπου μεγάλες
οικονομίες όπως η αμερικανική και η βρετανική υποτίθεται ότι
είναι πλέον αρκετά ισχυρές ώστε να αντέξουν υψηλότερα
επιτόκια δανεισμού, η μείωση της ζήτησης από την Κίνα
προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με την ισχύ της παγκόσμιας
οικονομίας. Η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί εσκεμμένα να
αναδιαρθρώσει την οικονομία της, ούτως ώστε η ανάπτυξή της
να βασίζεται περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση παρά στις
εξαγωγές. Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής
κρίσης, το Πεκίνο είχε ενισχύσει την οικονομία παρέχοντας
πολύ μεγάλες πιστώσεις για έργα υποδομής, πιστώσεις που και
αυτές έχουν μειωθεί πλέον. Από τη στιγμή που η Κίνα άρχισε
να ακολουθεί αυτήν τη νέα πολιτική, η συνολική ανάπτυξη της
κινεζικής οικονομίας έχει επιβραδυνθεί στον χαμηλότερο ρυθμό
των τελευταίων 25 ετών. Ο φόβος ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε
να επιβραδυνθεί ακόμη περισσότερο ανάγκασε το Πεκίνο να
μειώσει το βασικό επιτόκιο δανεισμού πέντε φορές από τον
περασμένο Νοέμβριο, μαζί με άλλα μέτρα που έλαβε ώστε να
ενισχύσει τον τραπεζικό δανεισμό. Παράλληλα προκάλεσε
αναταραχή στις παγκόσμιες αγορές, με πολλά από τα
σημαντικότερα χρηματιστήρια του κόσμου να έχουν χάσει τα
κέρδη που είχαν σημειώσει από τις αρχές του έτους.
Η κινεζική κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να ενισχύσει
περαιτέρω την ήδη επεκτατική νομισματική της πολιτική, στην
προσπάθειά της να κάνει την οικονομία να πάρει και πάλι
μπροστά, υποτιμώντας τον Αύγουστο το γουάν. Η υποτίμηση αυτή
πυροδότησε μια πολύ σημαντική φυγή κεφαλαίων από τις
αναδυόμενες αγορές και κυρίως από τις κινεζικές μετοχές. Η
αμερικανική τράπεζα Citigroup υπολογίζει ότι οι επενδυτές
απέσυραν κεφάλαια άνω των 500 δισ. δολαρίων από την Κίνα στο
διάστημα των τεσσάρων τριμήνων έως τον Ιούνιο του 2015.
Πολλοί αναλυτές προβλέπουν ότι η κινεζική κεντρική τράπεζα
θα αναγκαστεί να υποτιμήσει ξανά το γουάν τους ερχόμενους
μήνες, προκαλώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στους
εισαγωγείς που βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλότερο κόστος
εισαγωγών. Ενέργεια που σε συνδυασμό με τις γνωστές
προθέσεις του Πεκίνου για το πού θέλει να οδηγήσει την
οικονομία της χώρας θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ακόμη
μεγαλύτερη εξασθένιση του παγκοσμίου εμπορίου και της
παγκόσμιας ανάπτυξης τους επόμενους μήνες. |