Αρκετά μεγάλο διάστημα από τις αρχές της χρονιάς το δολάριο,
οι τιμές του πετρελαίου και οι οικονομικές συνθήκες εν γένει
εναρμονίζονταν με τις προσδοκίες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας
των Ηνωμένων Πολιτειών (Fed), δίνοντας το περιθώριο στους
αξιωματούχους της να σχεδιάζουν και να προετοιμάζονται για
αυξήσεις επιτοκίων. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Αφ’ ης στιγμής, στις 23 Ιουνίου, η Βρετανία ψήφισε υπέρ της
αποχώρησής της από την Ευρωπαϊκή Ενωση, κάθε είδους
οικονομικό στοιχείο, όπως λόγου χάριν τα στατιστικά της
απασχόλησης, τα οποία αναμένονται σήμερα Παρασκευή,
συνοδεύονται από ένα ερωτηματικό. Το ερωτηματικό έχει να
κάνει με το σε ποιο βαθμό τα δεδομένα της απασχόλησης
αποτυπώνουν όντως τις εσωτερικές οικονομικές εξελίξεις και
τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της νέας
οικονομικής τάξης, οι οποίες χρειάζονται χρόνια να
απορροφηθούν. Tα ανωτέρω για τα στελέχη της Ομοσπονδιακής
Τράπεζας σημαίνουν πως θα πρέπει να εξισορροπήσουν τη ροή
των θετικών στοιχείων της αμερικανικής οικονομίας με το
γεγονός πως οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ
περιπίπτουν σε ύφεση, το δολάριο και πάλι ενισχύεται και οι
όροι του διαζυγίου της Βρετανίας δημιουργούν πιέσεις στο
διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η έξοδος της Βρετανίας ενδεχομένως να αποδειχθεί τόσο
δύσκολη να αποκρυπτογραφηθεί όπως και η κρίση χρέους της
Ευρωζώνης – η Fed χρειάστηκε μήνες να το πράξει. Ηδη, το
δολάριο ανήλθε και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων
υποχώρησαν σε ιστορικά επίπεδα ναδίρ, διαμορφώνοντας τάσεις,
οι οποίες δυσχεραίνουν τις κινήσεις της Τράπεζας. «Δεν
μπορεί κανείς να γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει η όλη κατάσταση
και, όντως, δεν γνωρίζουμε τα μεγέθη», παρατήρησε στα μέσα
της εβδομάδας ο Ντάνιελ Ταρούλο, μέλος του Συμβουλίου
Διοικητών της Fed. «Αμφιβάλλω ότι θα έρθει κάποια στιγμή,
που οι άνθρωποι θα πουν “εντάξει, το Brexit τελείωσε”». Η
απόφαση της Βρετανίας λαμβάνεται σε μία στιγμή, κατά την
οποία η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δείχνει πιο ευαισθητοποιημένη
στις διεθνείς εξελίξεις, αναβάλλοντας δύο φορές αυξήσεις
επιτοκίων, οι οποίες πέρυσι το καλοκαίρι φαίνονταν
επικείμενες. Ο λόγος ήταν συμβάντα πέραν των αμερικανικών
συνόρων.
Βέβαια, ουδείς αναμένει ότι το Brexit θα οδηγήσει σε ύφεση
την οικονομία των ΗΠΑ, αν και σε πρόσφατη έρευνα της ίδιας
της Fed, του ΔΝΤ και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών,
καθώς και ορισμένων ανεξάρτητων οικονομολόγων διατυπώθηκε η
άποψη ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα πιθανώς να περιοριστεί σε
σημαντικό βαθμό από εξωτερικά γεγονότα, όπως το βρετανικό
δημοψήφισμα, τα οποία έχουν επιβραδύνει την ανάκαμψη και
έχουν καταστήσει τον στόχο του πληθωρισμού ασαφή. Εάν το
παρελθόν μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός, η ασάφεια λόγω
Βρετανίας μπορεί να θολώσει τους φακούς επί μήνες. Στα μέσα
του 2011 με την απόδοση των ιταλικών ομολόγων στα ύψη
εξαιτίας φόβων για το μέλλον της Ευρωζώνης, η Ομοσπονδιακή
Τράπεζα προσέθεσε στην ανακοίνωσή της ότι «οι πιέσεις στις
διεθνείς κεφαλαιαγορές είχαν δημιουργήσει κινδύνους για τις
προοπτικές της οικονομίας». Την εκτίμηση αυτή διατήρησε
αμετάβλητη 16 μήνες, αρκετό καιρό μετά τη δυναμική παρέμβαση
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία υποσχέθηκε να
κάνει τα πάντα για να διατηρήσει αρραγή την Ευρωζώνη. «Θα
υποψιαζόμουν πως πραγματικά τώρα καταβάλλουν μεγάλη
προσπάθεια να αποκωδικοποιήσουν το βραχυπρόθεσμο έναντι του
μακροπρόθεσμου και, επιπλέον, τι συμβαίνει στην εγχώρια
αμερικανική οικονομία», δήλωσε η Μπεθ Αν Μποβάινο, ανώτατη
οικονομολόγος της S&P Global Ratings. «Θα τολμούσα να πω ότι
η κρυστάλλινη σφαίρα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας είναι πολύ
νεφελώδης». Πάντως, όπως υπογράμμισε τέλος η αντιπρόεδρος
της Fed Σαν Φρανσίσκο, Μαίρη Ντέιλι, «εάν η οικονομία
συνεχίσει να αναπτύσσεται και να δημιουργεί θέσεις εργασίας,
το έργο της Τράπεζας θα διευκολυνθεί».
HOWARD SCHNEIDER, ANN SAPHIR / REUTERS |