Πριν από λίγες εβδομάδες όταν ο Ντόναλντ Τραμπ προσγειώθηκε
στο Πίτσμπουργκ, η πόλη μιλούσε με ενθουσιασμό για τον πρώτο
στόλο ταξί χωρίς οδηγό τον οποίο θα εμφανίσει η Uber.
Οι πολιτικοί ήταν ενθουσιασμένοι που οι εταιρείες υψηλής
τεχνολογίας της Silicon Valley προσλαμβάνουν
ακριβοπληρωμένους εργαζομένους και επενδύουν εκατοντάδες
εκατομμύρια δολάρια στη δυτική Πενσιλβάνια. Δεν ήταν εξίσου
ενθουσιασμένοι οι οδηγοί ταξί για το γεγονός ότι θα πάρουν
τις δουλειές τους τα ρομπότ.
Όπως προσφάτως έγραφαν οι
New York Times,
η πόλη του Πίτσμπουργκ έχει, όπως και η υπόλοιπη χώρα,
εξελιχθεί κυρίως σε οικονομία των υπηρεσιών. Ποσοστό άνω του
80% των θέσεων εργασίας της πόλης ανήκει στον τομέα των
υπηρεσιών και στο ίδιο ποσοστό ανέρχεται ο μέσος όρος στη
χώρα. Ωστόσο, οι θέσεις εργασίας στην πόλη χωρίζονται σε μια
ευημερούσα ελίτ αποφοίτων πανεπιστημίου, κυρίως δικηγόρους,
γιατρούς και τραπεζίτες, και τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων
σε ταχυφαγεία, των νταντάδων και των υπαλλήλων εταιρειών
ασφάλειας. Η άφιξη της Uber μάλλον θα διευρύνει την
ανισότητα. Η εταιρεία σκοπεύει να δημιουργήσει 1.000
καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας στο ερευνητικό κέντρο του
Πίτσμπουργκ προφανώς με σκοπό να εξαφανίσει τις θέσεις
εργασίας των 1.360 οδηγών ταξί της περιοχής. Και δεν έχουν
μόνον αυτοί λόγο να ανησυχούν. Τα αυτοκινούμενα οχήματα
μάλλον θα αρχίσουν να αντικαθιστούν τους 19.490 οδηγούς
φορτηγών της περιοχής και τους 9.390 οδηγούς λεωφορείων. Ο
υποψήφιος, όμως, δεν μίλησε γι’ αυτούς. Υποσχέθηκε, όπως
συνήθως, να αναστηλώσει την αμερικανική βιομηχανία χάλυβα.
Τον 20ό αιώνα, οι υποψήφιοι πρόεδροι υπόσχονται να στηρίξουν
τα αγροκτήματα που πλήττονταν από την αστυφιλία. Σήμερα
υπόσχονται να βοηθήσουν τους βιομηχανικούς εργάτες που
πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση. Ο Τραμπ αναγόρευσε σε
προσωπικό του στόχο την ανάκαμψη του μεταποιητικού τομέα των
ΗΠΑ τον Αύγουστο όταν μίλησε στο Ντιτρόιτ. Η Χίλαρι Κλίντον
παρουσίασε ένα ευρύτερο οικονομικό πρόγραμμα, αλλά όταν της
ζητήθηκε να συγκεκριμενοποιήσει τα σχέδιά της αναφέρθηκε σε
μια βιομηχανία έξω από το Ντιτρόιτ. Η μεταποίηση διατηρεί
δικαίως επίλεκτη θέση στη φαντασία των Αμερικανών. Τα χρόνια
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η δουλειά στα εργοστάσια
προσέφερε ευημερία σε μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού και
δημιούργησε τη μεσαία τάξη. Ανθρωποι χωρίς πανεπιστημιακή
μόρφωση μπόρεσαν να αγοράσουν σπίτια, να φτιάξουν οικογένεια,
να αποκτήσουν αυτοκίνητο και να κάνουν ωραίες διακοπές.
Δικαιολογημένα οι ψηφοφόροι θέλουν να επιστρέψουν σε εκείνη
την εποχή. Πολιτικοί κάθε ιδεολογίας προσπάθησαν να γυρίσουν
πίσω τον χρόνο με σειρά προγραμμάτων, με φοροαπαλλαγές και
άλλα κίνητρα.
Ορισμένες πόλεις έχτισαν βιομηχανικά πάρκα με έξοδα των
φορολογουμένων και μπορούν να προσφέρουν δωρεάν χώρο στις
μονάδες μεταποίησης. Σε γενικές γραμμές αυτές οι στρατηγικές
δεν έχουν βοηθήσει.
Μία από τις βασικότερες προτάσεις του Τραμπ είναι να
ενθαρρυνθεί η εγχώρια παραγωγή με την επιβολή φόρων στις
εισαγωγές, κάτι που μάλλον θα προκαλέσει ύφεση παρά την
επιστροφή του μεταποιητικού τομέα. Η Κλίντον υπόσχεται να
συνεχίσει τις προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα, που
υποστηρίζει πως θα δημιουργήσουν ένα εκατ. θέσεις εργασίας
σε εργοστάσια. Αυτό το μυωπικό ενδιαφέρον για τις θέσεις
εργασίας στα εργοστάσια αποσπά την προσοχή από κάτι άλλο που
θα βοηθούσε τους Αμερικανούς: τη βελτίωση της δουλειάς την
οποία ήδη κάνουν.
Οι εργαζόμενοι σε ταχυφαγεία αμείβονται με τον κατώτατο
μισθό, οι συμβασιούχοι δεν έχουν επιδόματα, οι εργαζόμενοι
στη φροντίδα παιδιών δεν έχουν πληρωμένη άδεια. Σύμφωνα με
τη Στατιστική Υπηρεσία, οι εργαζόμενοι στα αμερικανικά
χαλυβουργεία έφταναν πέρυσι τις 64.000 ενώ οι οικιακοί
βοηθοί κάθε είδους ήταν 820.000 άτομα. Και όμως οι υποψήφιοι
πρόεδροι εξακολουθούν να μιλούν για τους εργάτες των
χαλυβουργείων. Γιατί λοιπόν δεν προσπαθούν οι υποψήφιοι
πρόεδροι να βελτιώσουν όσες θέσεις εργασίας υπάρχουν ήδη;
Αντί για λευκούς άνδρες που παράγουν υλικά, η εργατική τάξη
αποτελείται όλο και περισσότερο από μειονοτικές γυναίκες που
φροντίζουν ανθρώπους. Ομως η παλιά εργατική τάξη κρατάει
ακόμη το μεγάφωνο του εργατικού κινήματος καθώς τα συνδικάτα
δυσκολεύονται να οργανώσουν τους εργαζομένους στον τομέα των
υπηρεσιών. Η μεταποίηση οργανώνεται ευκολότερα. Εξάλλου, όλο
και περισσότεροι άνδρες μπαίνουν στο περιθώριο της
οικονομίας. Ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Λόρες Σάμερς εκτιμά
πως στα μέσα του αιώνα το 1/3 των ανδρών ηλικίας από 25 έως
54 ετών δεν θα έχει εργασία. Και οι πολιτικοί ενδιαφέρονται
γι’ αυτούς τους ψηφοφόρους επειδή φαίνονται πρόθυμοι να
αλλάξουν κόμμα. |