Ένα ενδιαφέρον άρθρο έγραψε στο
Project Syndicate o
Ντάνιελ Γκρος (διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής
Πολιτικής (CEPS) των Βρυξελλών) στο οποίο αναφέρει ότι και
στις δύο όχθες του Ατλαντικού, ο λαϊκισμός τόσο από τη Δεξιά
όσο και από την Αριστερά βρίσκεται σε άνοδο. Ο πιο επιφανής
εκφραστής του στις ΗΠΑ είναι ο
Ντόναλντ Τραμπ,
ο προεδρικός, κατά πάσα πιθανότητα, υποψήφιος του
Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στην Ευρώπη, υπάρχουν πολλοί
εκφραστές - από το αριστερό κόμμα Podemos της Ισπανίας έως
το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας - αλλά κοινό
χαρακτηριστικό όλων είναι η εναντίωσή τους στα κεντρώα
κόμματα και στο κατεστημένο γενικότερα. Τι εκφράζει όμως η
αυξανόμενη εναντίωση των ψηφοφόρων στο κατεστημένο;
Η επικρατέστερη εξήγηση είναι ότι ο αυξανόμενος λαϊκισμός
ισοδυναμεί με μια εξέγερση των «ηττημένων της
παγκοσμιοποίησης». Μέσω αλλεπάλληλων γύρων απελευθέρωσης του
εμπορίου, οι ευρωπαίοι και αμερικανοί ηγέτες «άδειασαν» την
εγχώρια παραγωγική βάση, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητα
υψηλόμισθων θέσεων εργασίας για τους εργαζόμενους χαμηλής
ειδίκευσης, οι οποίοι καλούνται πλέον να επιλέξουν μεταξύ
της παρατεταμένης ανεργίας και της απασχόλησης σε
ταπεινωτικές θέσεις στον κλάδο παροχής υπηρεσιών.
Αγανακτισμένοι, οι εργαζόμενοι αυτοί υποτίθεται πως
απορρίπτουν τα κόμματα του κατεστημένου επειδή αποτέλεσαν
της αιχμή του δόρατος αυτού του «ελιτίστικου πρότζεκτ». Αυτή
η εξήγηση μπορεί να φαίνεται πειστική στην αρχή. Είναι
αλήθεια ότι η παγκοσμιοποίηση μετάλλαξε τις οικονομίες,
δημιουργώντας θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης στον
αναπτυσσόμενο κόσμο, ένα γεγονός που οι εκφραστές του
λαϊκισμού δεν κουράζονται να επισημαίνουν.
Επιπρόσθετα, το μορφωτικό επίπεδο σχετίζεται ιδιαίτερα με τα
εισοδήματα και τις επιδόσεις στην αγοράς εργασίας. Σχεδόν
παντού στον κόσμο, οι κάτοχοι πανεπιστημιακού πτυχίου είναι
πολύ λιγότερο πιθανό να μείνουν δίχως εργασία από ότι είναι
για όσους δεν ολοκλήρωσαν την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Μεταξύ των εργαζομένων, εκείνοι με πανεπιστημιακή μόρφωση
έχουν, στο σύνολό τους, πολύ πιο υψηλά εισοδήματα από τους
λιγότερο μορφωμένους συναδέλφους τους.
Αλλά αν αυτοί οι παράγοντες ευθύνονται για την άνοδο του
λαϊκισμού, τότε θα πρέπει να έχουν κατά κάποιο τρόπο ενταθεί
τα τελευταία χρόνια, με τις συνθήκες και τις προοπτικές των
εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης να επιδεινώνονται ταχύτερα σε
σχέση με εκείνες των υψηλής ειδίκευσης συναδέλφων τους. Αλλά
αυτό δεν ισχύει, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Μια σαφής οικονομική εξήγηση για ένα περίπλοκο πολιτικό
φαινόμενο είναι σίγουρα ελκυστική. Αλλά αυτές οι εξηγήσεις
είναι σπάνια ακριβείς. Η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη
δεν αποτελεί εξαίρεση. Λάβετε υπόψη την κατάσταση στην
Αυστρία. Η οικονομία είναι σχετικά ισχυρή και στηρίζεται
πάνω σε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη.
Ο Νόρμπερτ Χόφερ, ωστόσο, ο ηγέτης του (ακρο)δεξιού
λαϊκιστικού Κόμματος της Ελευθερίας (FPO) κατάφερε να
κερδίσει, τον προηγούμενο μήνα, τους ανταγωνιστές του από
αμφότερα τα κεντρώα κόμματα του κατεστημένου κατά τον πρώτο
γύρο των προεδρικών εκλογών. Το κύριο ζήτημα στο οποίο
εστίασε ο Χόφερ ήταν το μεταναστευτικό.
Η επιτυχία της αντιμεταναστευτικής ρητορικής του Χόφερ είναι
αποκαλυπτική και αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη αλήθεια για τη
Βόρεια Ευρώπη. Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική οικονομική
σταθερότητα, την άνοδο των πραγματικών μισθών και τα χαμηλά
ποσοστά ανεργίας, τα όποια παράπονα για τις οικονομικές
επιπτώσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης απλά δεν είναι
τόσο ισχυρά. Αντ' αυτού, (ακρο)δεξιά λαϊκιστικά κόμματα όπως
το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας, οι Πραγματικοί Φινλανδοί,
και η Εναλλακτική για τη Γερμανία ενστερνίζονται ταυτοτικές
πολιτικές (identity politics), εκμεταλλευόμενα τους φόβους
και τη σύγχυση των πολιτών - από τους "κινδύνους" της
μετανάστευσης έως την "απώλεια της εθνικής κυριαρχίας" στην
Ευρωπαϊκή Ένωση - με στόχο την τόνωση του εθνικιστικού
αισθήματος.
Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, ωστόσο, ο αντίκτυπος της
κρίσης καθιστά τα οικονομικής φύσης επιχειρήματα των
λαϊκιστών πολύ πιο ισχυρά. Για αυτόν τον λόγο τα λαϊκιστικά
κόμματα της Αριστεράς υποστηρίζονται περισσότερο εκεί,
υποσχόμενα, για παράδειγμα, έκπτωση φόρου για τους
χαμηλόμισθους εργαζόμενους. Η πιο ακραία περίπτωση είναι ο
ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, το αριστερό κόμμα το οποίο κέρδισε τις
εκλογές του προηγούμενου έτους, υποσχόμενο το τέλος της
λιτότητας. Αφότου όμως κατέλαβε την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ
αναγκάστηκε φυσικά να αλλάξει τη στάση του και να
ευθυγραμμιστεί με την πραγματικότητα.
Το να χαρακτηρίζεται η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη
εξέγερση των ηττημένων της παγκοσμιοποίησης δεν είναι μονάχα
απλουστευτικό, είναι και αποπροσανατολιστικό. Εάν πρόκειται
να περιορίσουμε την άνοδο δυνητικά επικίνδυνων πολιτικών
δυνάμεων στην Ευρώπη, θα πρέπει να κατανοήσουμε την
κινητήρια δύναμή τους, ακόμη και αν η εξήγηση είναι πολύ πιο
σύνθετη από όσο θα επιθυμούσαμε. |