Κάτω από τη σκιά του διπλού δράματος με τους πρόσφυγες και
την ελληνική κρίση δημοσίου χρέους σιγοβράζει η δημόσια
συζήτηση για το πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί η Ευρωζώνη
έπειτα από έξι χρόνια αποσταθεροποιητικής κρίσης. Όπως
έγραφε προσφάτως στο
Reuters ο Paul Taylor,
από τη μια πλευρά στέκονται αυτοί που πιστεύουν ότι η
Ευρωζώνη πρέπει να κάνει ένα γενναίο άλμα προς την
κατεύθυνση της ομοσπονδιοποίησης, ώστε να επιβιώσει ως
σταθερή νομισματική ένωση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν
όσοι υποστηρίζουν ότι δεδομένης της περιορισμένης διάθεσης
που έχει η κοινή γνώμη και οι πολιτικοί για την παραχώρηση
περισσότερων κυριαρχικών δικαιωμάτων, η Ευρώπη θα πρέπει να
τα βγάλει πέρα με περιορισμένες και σταδιακές αλλαγές.
Οι επικεφαλής των πέντε ευρωπαϊκών θεσμικών οργανισμών
πρότειναν τον Ιούνιο σειρά βημάτων που θα πρέπει να γίνουν
τα επόμενα δύο χρόνια ώστε να ενισχυθεί η τραπεζική ένωση,
οι αγορές κεφαλαίων, ενέργειας και η ψηφιακή αγορά, ώστε να
ενισχυθεί η οικονομική ανταγωνιστικότητα και να
αντιμετωπιστούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες χωρίς να
αναθεωρηθούν οι ευρωπαϊκές συνθήκες. Ακόμη και αυτές οι
σχετικά χαμηλότονες προτάσεις συναντούν αντίσταση, ιδίως από
το Βερολίνο, όπου είναι βαθιά χαραγμένη η αντίθεση στο
όποιας μορφής περαιτέρω μοίρασμα οικονομικών ευθυνών. Πιο
φιλόδοξες ιδέες ανθούν στο Παρίσι και στην ΕΚΤ. Ο Γάλλος
υπουργός Οικονομίας, Εμανουέλ Μακρόν, και ένα υψηλόβαθμο
μέλος της ΕΚΤ ζήτησαν τη δημιουργία υπουργείου Οικονομικών
της Ευρωζώνης με δικό του προϋπολογισμό και Κοινοβούλιο που
θα έχει την εξουσία να επιβλέπει τις εθνικές οικονομικές και
δημοσιονομικές πολιτικές. «Για τους Γάλλους αυτό σημαίνει
ότι θα πρέπει να εφαρμόσουμε μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν
παλιές συνήθειες μια για πάντα. Σημαίνει επίσης ότι η
Γερμανία θα πρέπει να σπάσει ταμπού... Αν δεν είναι έτοιμα
τα κράτη-μέλη για οποιαδήποτε μορφή μεταφοράς πόρων στη
νομισματική ένωση, όπως συμβαίνει σήμερα, τότε μπορείτε να
ξεχάσετε το ευρώ και την Ευρωζώνη», είπε ο κ. Μακρόν. Η
αντίδραση της Γερμανίας ήταν επιφυλακτική αλλά όχι
απορριπτική. Κατά τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, η
ενίσχυση της Ευρωζώνης θα είναι πιθανότατα μια σταδιακή
διαδικασία, δεδομένου ότι λίγες κυβερνήσεις είναι
διατεθειμένες να αναθεωρήσουν τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Δεν
είναι σαφές αν το Παρίσι είναι σήμερα πιο πρόθυμο απ’ ό,τι
ήταν στο παρελθόν να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα σε
σχέση με τη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική και στη
συνέχεια αν η Γερμανία είναι πρόθυμη να μοιραστεί
περισσότερα βάρη μέσω του κοινού προϋπολογισμού της
Ευρωζώνης και κάποιας μορφής ευρωομολόγων. Η άνοδος
λαϊκιστικών κομμάτων που τάσσονται κατά του ευρώ σε πολλά
κράτη-μέλη, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, καθιστά τη
στενότερη ενοποίηση της Ευρωζώνης πολιτικά ριψοκίνδυνη, αλλά
όχι αδύνατη.
Η συμφωνία περί του τι θα πρέπει να αλλάξει καθίσταται
δυσκολότερη, διότι οικονομολόγοι και πολιτικοί εξακολουθούν
να διαφωνούν σχετικά με το τι προκάλεσε την κρίση. Σύμφωνα
με την άποψη που επικρατεί στη Γερμανία, ευθύνονται οι
σπάταλες κυβερνήσεις και η άνοδος του κόστους εργασίας στον
ευρωπαϊκό Νότο. Γι’ αυτό η λύση που προωθεί το Βερολίνο
είναι λιτότητα ώστε να περιοριστούν τα ελλείμματα και μείωση
μισθών ώστε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο
πολλοί οικονομολόγοι αντιτείνουν πως η έκρηξη των γερμανικών
εξαγωγών και η συγκράτηση των μισθών προκάλεσαν ανισορροπίες
στην Ευρωζώνη μαζί με την αύξηση του ιδιωτικού χρέους στις
χώρες της περιφέρειας μετά την έκρηξη του κατασκευαστικού
τομέα που είχε χρηματοδοτηθεί χάρη στον άφθονο δανεισμό και
τα χαμηλά επιτόκια. Υπό αυτό το πρίσμα η λύση θα ήταν η
ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία και η εξεύρεση
τρόπων ώστε να διαγραφεί ή να καταστεί κοινό τμήμα του
υπερβολικού χρέους στις χώρες που περνούν κρίση. Ο κ. Ζαν-Κλοντ
Γιουνκέρ υποσχέθηκε την περασμένη εβδομάδα να εργαστεί από
τα μέσα του 2017 και μετά για τη δημιουργία υπουργείου
Οικονομικών της Ευρωζώνης, κάτι που καθιστά αναγκαία την
αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, ενδεχόμενο που δεν
θέλουν να θίξουν πριν από τις εθνικές εκλογές του 2017 ούτε
η Γαλλία ούτε η Γερμανία. |