Ένα εξαιρετικό άρθρο έγραψε πρόσφατα στην προσωπική του
στήλη στους
New York Times o Paul Krugman
με τίτλο: “Τα
μεγάλα οφέλη της παγκοσμιοποίησης”. Όπως έγραψε ο
βραβευμένος οικονομολόγος … Το άρθρο μου για τις αμφισημίες
του διεθνούς εμπορίου προκάλεσε έκπληξη σε ορισμένους –τουλάχιστον–
από τους αναγνώστες μου, ανθρώπους καλά ενημερωμένους, οι
οποίοι μου είπαν: «Πίστευα ότι το εμπόριο μπορεί να έχει
οφέλη για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη». Οπως, όμως, το έθεσε ο
καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, Μπραντ
Ντελόγκ, τα σημαντικότερα ευεργετήματα της παγκοσμιοποίησης
προέρχονται από τη διάχυση και τη διάδοση της τεχνολογίας.
Και αυτό καθιστά την παγκοσμιοποίηση μια πολύ θετικότερη
δύναμη από όσο εγώ την είχα περιγράψει. Παλαιότερα είχα και
εγώ την ίδια άποψη. Από καιρού εις καιρόν, πιάνω τον εαυτό
μου να σκέφτεται τα ίδια πράγματα και πάλι. Εντούτοις,
σήμερα θα ισχυριζόμουν πως οι οικονομολόγοι χρειάζεται να
είναι τουλάχιστον σαφείς ως προς τους περιορισμούς του
επιχειρήματος.
Αρχικά, δεν είναι κάτι που απορρέει από τα οικονομικά
μοντέλα. Οπως επισημαίνει ο Μπραντ Ντελόγκ, ο χάρτης δεν
ισοδυναμεί με την ίδια την περιοχή, αν και οι υποθέσεις για
αυτά τα πράγματα είναι, όπως ξέρουμε, υποθέσεις. Κάποτε όλοι
γνώριζαν ότι η εκβιομηχάνιση με τη μέθοδο της υποκατάστασης
των εισαγωγών ήταν το κλειδί στην οικονομική ανάπτυξη, χωρίς
να υπάρχει στέρεη ιστορική επιχειρηματολογία. Αυτό το έκαναν
τόσο η Γερμανία όσο και οι ΗΠΑ. Κατόπιν, το αποπειράθηκαν
μαζικά και οι αναπτυσσόμενες χώρες χωρίς σπουδαία
αποτελέσματα.
Στη συνέχεια, η αίσθησή μου είναι πως τα μη τυποποιημένα
επιχειρήματα για το ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο έχουν την
τάση να εμπεριέχουν –και αυτό πολλές φορές όχι εσκεμμένα– το
εξής: ένα είδος προβολής όπου το προϊόν προβάλλεται σε πολύ
χαμηλή τιμή και, όταν πεισθεί ο καταναλωτής, στη συνέχεια
αγοράζει διαφορετικό προϊόν σε υψηλότερη τιμή. Οι
οικονομολόγοι αρέσκονται να μιλούν για συγκριτικά
πλεονεκτήματα, τα οποία αποτελούν έναν όμορφο τρόπο να
επιχειρηματολογήσουν ενάντια στο απλό αισθητήριο των
ανθρώπων. Ο πανεπιστημιακός Αλαν Μπλάιντερ διατείνεται ότι
οι οικονομολόγοι στην πλειονότητά τους θα συμφωνούσαν με το
σύνθημα «Ναι! Μου αρέσει το ελεύθερο εμπόριο!». Ωστόσο, το
διαφαινόμενο κύρος του επιχειρήματος περί συγκριτικού
πλεονεκτήματος καταλήγει να μετακυλίεται σε επιχειρήματα για
το εμπόριο, τα οποία δεν σχετίζονται καθόλου με το
συγκριτικό πλεονέκτημα.
Προφανώς και μπορούσαν να υπάρξουν θετικοί εξωτερικοί
παράγοντες συνδεδεμένοι με το εμπόριο, αλλά θα μπορούσαν να
υπάρχουν τέτοιοι παράγοντες συνδεδεμένοι και με διάφορα
πράγματα. Οπότε πώς μπορεί κανείς να δοκιμάσει την αντοχή
τέτοιων επιχειρημάτων; Με κάποιον τρόπο έγινε ένα πείραμα
στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε και ήταν διάχυτη η
οικονομικά ορθόδοξη άποψη ότι οι αναπτυξιακές πολιτικές της
εξωστρέφειας ευνοούσαν περισσότερο την ανάπτυξη από τις
εσωστρεφείς. Αυτή σχετιζόταν πολύ με τη ραγδαία ανάπτυξη των
ασιατικών οικονομιών, που ακολούθησαν την οδό των εξαγωγών
παρά την υποκατάσταση των εισαγωγών, όπως είχαν κάνει πολλές
χώρες κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Το ερώτημα
ήταν εάν διαπιστώναμε επιτάχυνση της ανάπτυξης σε άλλες
χώρες, όπως εκείνες της Λατινικής Αμερικής, όταν το κέντρο
βάρους της πολιτικής απομακρύνθηκε από την εσωστρέφεια.
Το Μεξικό διήλθε μιας ριζοσπαστικής απορρύθμισης του
εμπορίου την περίοδο 1985-1988 και μετά εντάχθηκε στη
Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βορείου Αμερικής (NAFTA). Αρχικά
έκανε εξαγωγές μόνον στον πετρελαϊκό κλάδο και τον τουρισμό,
ενώ σταδιακά μετεξελίχθηκε σε μείζονα δύναμη στον τομέα της
μεταποίησης. Ως αποτέλεσμα, ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη της
μεξικανικής οικονομίας κάθε άλλο παρά εντυπωσιακός ήταν.
Είναι καίριο να κρατήσουμε ανοικτές τις αγορές για τις
φτωχές χώρες, αλλά συνιστώ προσοχή στους ισχυρισμούς μας για
τις αρετές του ελεύθερου εμπορίου.
|