Η πορεία της τιμής του πετρέλαιο είναι τις τελευταίες ημέρες
ένα από τα βασικά οικονομικά θέματα του
GFF,
με μεγάλη ανησυχία ότι η πρόσφατη πορεία της τιμής του «μαύρου
χρυσού» κρύβει τεράστιους κινδύνους για την πορεία της
παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών αγορών αγορών. Είναι
χαρακτηριστικό ότι πριν από μερικές ημέρες ο
Mike
Dolan
έγραψε στο
Reuters:
Ίσως
ο μεγαλύτερος οικονομικός κίνδυνος για το 2016 να είναι
αυτός που ήδη χαρακτήρισε όλο το 2015: η πτώση της τιμής του
πετρελαίου. Μας είναι, όμως, πλέον τόσο οικεία ώστε δύσκολα
μπορεί να καταγραφεί σαν ένας «νέος» κίνδυνος. Οι αγορές
ζουν με τις επιπτώσεις της πτώσης των τιμών της ενέργειας
από τα μέσα του 2014. Η ιδέα ενός νέου σοκ αυτής της
κλίμακας προκαλεί τουλάχιστον ανησυχία. Σε παγκόσμιο επίπεδο
έχει εξανεμισθεί αξία τουλάχιστον ενός τρισ. δολ. από τις
μετοχές των πετρελαϊκών. Επίσης, ομόλογα εταιρειών ενέργειας
και ορυχείων αξίας σχεδόν 2 τρισ. δολ. κινδυνεύουν να
υποβαθμιστούν από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης και
έπονται πτωχεύσεις. Την ίδια στιγμή, ομόλογα ευρωπαϊκών
κυβερνήσεων συνολικής αξίας περίπου 2 τρισ. ευρώ έχουν
αρνητικές αποδόσεις καθώς ο φόβος του αποπληθωρισμού
ανάγκασε την ΕΚΤ να αγοράζει ευρωπαϊκά ομόλογα. Ο αντίκτυπος
που μπορεί να έχει μία ακόμη πτώση των τιμών του πετρελαίου
στον πληθωρισμό έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στις
κεντρικές τράπεζες είτε ετοιμάζονται να υιοθετήσουν
περιοριστική νομισματική πολιτική όπως η Federal Reserve
είτε διατηρούν αναπτυξιακή πολιτική όπως η ΕΚΤ. Επιπλέον,
ήταν δυσβάσταχτο το πλήγμα που δέχθηκαν όσες χώρες εξάγουν
εμπορεύματα από τη Ρωσία μέχρι τη Βραζιλία και τη
νοτιοανατολική Ασία.
Τα νομίσματά τους κατέρρευσαν και το 2015 ήταν το πρώτο έτος
μετά το 1988 που οι εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες
ξεπέρασαν τις εισροές. Κάθε ελπίδα για ανάκαμψη του
πετρελαίου εξανεμίστηκε εν μέσω ενός τοξικού μείγματος
διαρκώς αυξανόμενου πλεονάσματος προσφοράς και μεγάλης
επιβράδυνσης της ζήτησης από την Κίνα και τις αναδυόμενες
οικονομίες.
Η προοπτική να μην ανακάμψουν οι τιμές του πετρελαίου ούτε
στα 60 δολάρια το βαρέλι αποτελεί ήδη μείζονα πρόκληση για
πολλές εταιρείες και οικονομίες με μεγάλη έκθεση στον «μαύρο
χρυσό». Πολλώ μάλλον, τώρα που επίκειται η άνοδος των
επιτοκίων του δολαρίου την επόμενη εβδομάδα. Και όμως
ανάμεσα στους μυριάδες κινδύνους που αναφέρουν οι τράπεζες
για το νέο έτος, από τις συγκρούσεις και τους γεωπολιτικούς
κινδύνους στη Μέση Ανατολή, τα ενδεχόμενα «λάθη» κεντρικών
τραπεζών, τα σοκ ρευστότητας στην αγορά ή ακόμη και την
προοπτική εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε., ελάχιστοι
αναλυτές αναφέρουν μία ακόμη θεαματική πτώση των τιμών του
πετρελαίου.
Μετά το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε προ ημερών η σύνοδος του
ΟΠΕΚ με ένα ανακοινωθέν χωρίς αναφορά σε όρια στην παραγωγή
πετρελαίου, οι τιμές του αργού άρχισαν και πάλι να
καταρρέουν.
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, το αργό ΗΠΑ μπορεί να
υποχωρήσει κατά ακόμη 50%, στα 20 δολάρια το βαρέλι. Στην
περίπτωση αυτή θα καταφέρει ένα επιπλέον χτύπημα στην αγορά.
Και τα πλήγματα στην αγορά διογκώνονται κατά πολλούς και
διάφορους τρόπους, όχι μόνο με τη συρρίκνωση των
συναλλαγματικών διαθεσίμων των κεντρικών τραπεζών και των
πετροδολαρίων στα ταμεία των χωρών που εξάγουν πετρέλαιο.
Εχουν ήδη περιοριστεί δραματικά οι επενδύσεις των κρατικών
επενδυτικών ταμείων σε μετοχές, ομόλογα και ακίνητα καθώς τα
κρατικά ιδρύματα αποσύρουν δισ. δολ. από τις εταιρείες
διαχείρισης κεφαλαίων. Στο ένα από τα κρατικά επενδυτικά
ταμεία της Σ. Αραβίας μειώνονται τα ξένα περιουσιακά
στοιχεία κατά τουλάχιστον 120 δισ. δολ. τον χρόνο. Σύμφωνα,
άλλωστε, με τη Moody’s, ο μοναδικός παράγοντας που
καθυστέρησε ένα κύμα πτωχεύσεων πετρελαϊκών και ορυχείων το
2015 ήταν τα προγράμματα ασφάλισης, κάποια συμβόλαια που
είχαν κλείσει σε καλές τιμές και η εξάντληση των αποθεμάτων
ρευστότητας των εταιρειών.
|