Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν ήταν ποτέ δημοφιλής στη Βρετανία.
Εισήλθε καθυστερημένα και οι ψηφοφόροι της θα ερωτηθούν στις
23 Ιουνίου εάν επιθυμούν να αποχωρίσουν νωρίς. Το αποτέλεσμα
του δημοψηφίσματος δεν θα είναι νομικά δεσμευτικό για την
κυβέρνηση, αλλά το να παραμείνει η Βρετανία στην ΕΕ σε περίπτωση
που οι πολίτες αποφανθούν υπέρ της εξόδου είναι αδιανόητο.
Όπως γράφει στο άρθρο του στο
Project Syndicate
o
Ρόμπερτ Σκιντέλσκι (oμότιμος
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ
και μέλος της Βουλής των Λόρδων στη Βρετανία), με
τα χρόνια, ο πυρήνας της βρετανικής συζήτησης για την Ευρώπη
έχει μετατοπιστεί. Στη δεκαετία του 1960 και του 1970, το
ζήτημα ήταν εάν η Βρετανία δεν θα είχε τη δυνατότητα να μην
ενταχθεί στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Ο φόβος
ήταν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποκλειόταν από την ταχύτερα
αναπτυσσόμενη αγορά του κόσμου, καθώς και το ότι θα
κινδύνευε η συνεργασία του με τις ΗΠΑ. Η δυτική συμμαχία θα
αποτελούντο από δύο πυλώνες, και η Ευρώπη, και όχι μια
συρρικνωμένη Βρετανία, θα ήταν ένας από αυτούς.
Σήμερα, είναι η αποδυνάμωση, όχι η ισχύς, της Ευρώπης, που
καθορίζει τη συζήτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Βρετανοί
αντιλαμβάνονται ότι τα πάνε αρκετά καλά, την ώρα που η
Ευρώπη τα πάει χάλια. Πράγματι, από την κατάρρευση του 2008
και έπειτα η ΕΕ ταυτίζεται με την αποτυχία. Πέρα από τη
Βρετανία και τη Γερμανία δεν σημειώθηκε σχεδόν πουθενά
οικονομική ανάπτυξη. Δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα σύνορά
της από τρομοκράτες. Οι θεσμοί της στερούνται νομιμότητας.
Καθώς αποτελείται από 28 σχεδόν κυρίαρχα κράτη-μέλη δεν
μπορεί να δράσει, μπορεί μόνο να ανακοινώνει προθέσεις για
δράση. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι υπάρχει μια
κινητικότητα με στόχο την επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας,
όπου εξακολουθεί να υφίσταται κάποια δυνατότητα λήψης
αποφάσεων.
Η μοίρα της ΕΕ κατέληξε να είναι απελπιστικά συνυφασμένη με
αυτό που αποτελεί το πιο ευάλωτο χαρακτηριστικό της: την
19μελή ευρωζώνη, την επικράτεια του κοινού νομίσματος και
της οικονομικής στασιμότητας. Για τους αξιωματούχους στις
Βρυξέλλες, η ευρωζώνη είναι η ΕΕ. Μόνο στη Βρετανία και τη
Δανία, επετράπη να μην συμμετέχουν. Τα υπόλοιπα μέλη,
συμπεριλαμβανομένης και της Σουηδίας, αναμένεται ότι θα
ενταχθούν όταν θα πληρούν τα κριτήρια. Η ευρωζώνη επρόκειτο
να είναι η κινητήρια δύναμη της πολιτικής ένωσης. Αλλά η
μηχανή σταμάτησε να λειτουργεί.
Η ΕΕ αποπειράθηκε να επιτύχει την πολιτική ένωση σταδιακά,
επειδή ήταν αδύνατο να ξεκινήσει με αυτή. Πράγματι, ελάχιστα
κρυφή στο «ευρωπαϊκό πρότζεκτ» ήταν η προσδοκία πως
αλλεπάλληλες κρίσεις θα έδιναν ώθηση προς την πολιτική
ένωση. Αυτή ήταν σίγουρα η ελπίδα του Ζαν Μοννέ. Το ότι οι
κρίσεις θα επέφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα με κατάληξη τη
διάλυση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης δεν ελήφθη
ποτέ σοβαρά υπόψη.
Λίγοι άνθρωποι στη Βρετανία θα επικροτούσαν μια γρήγορη
στροφή προς την πολιτική ένωση. Πράγματι, ο Ντέιβιντ Κάμερον
διαπραγματεύτηκε με ευρωπαίους επικεφαλής κυβερνήσεων
θέτοντας ως προϋπόθεση για την παραμονή της Βρετανίας στην
ΕΕ, την εξαίρεση της από τη δέσμευση για μια «όλο και
στενότερη πολιτική ένωση». Δίχως, ωστόσο, μια πολιτική
ένωση, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσε να
λειτουργήσει η ευρωζώνη.
Ενδέχεται οπότε να διασπαστεί η ευρωζώνη σε περισσότερο
συμβατά μεταξύ τους τμήματα, έπειτα και από άλλες
αποτυχημένες προσπάθειες με στόχο να τα βγάλει πέρα. Θα
μπορούσε να φανταστεί κανείς μια βόρεια επικράτεια με ένα
ενιαίο νόμισμα στο εσωτερικό της οποίας η απαραίτητη για τη
λειτουργία της κυριαρχία θα παρείχετο από την Γερμανία και
τη Γαλλία και η οποία θα συνδεόταν μέσω του ελεύθερου
εμπορίου με μία νότια επικράτεια που δεν θα υπόκειντο στους
νομισματικούς και δημοσιονομικούς κανόνες του βόρειου μπλοκ.
Συγκεκριμένα, τα μέλη του νότιου μπλοκ θα είχαν σταθερές,
αλλά προσαρμόσιμες, συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ τους
αλλά και με τη βόρεια ένωση.
Το νότιο μπλοκ, ωστόσο, θα στερούταν ενός μέλους με το
απαραίτητο βάρος και κύρος ώστε να αντισταθμιστεί η ισχύς
της Γερμανίας. Αυτό το μέλος θα μπορούσε να είναι μόνον η
Βρετανία. Και είναι αυτό το κύριο επιχείρημα για τη μη έξοδο
από την ΕΕ. Παραμένοντας στη ΕΕ, η Βρετανία θα μπορούσε να
διασφαλίσει πως η διαδικασία διάλυσης της ευρωζώνης, εάν και
όταν συμβεί, δεν θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και, παράλληλα,
πως θα διατηρηθεί ένα τμήμα του οράματος των ιδρυτών της ΕΕ.
Αποτελούσε ανέκαθεν μέρος του ρόλου της Βρετανίας το να
λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ διαφορετικών κόσμων. Μπορεί να
διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο και για τις δύο Ευρώπες του
μέλλοντος, αλλά μόνον εάν δεν αποκοπεί από την μοναδική
Ευρώπη που υπάρχει σήμερα. |